Υμηττός

Ερασίνος Ποταμός

Ο Ερασίνος ποταμός

Ο Ερασίνος ποταμός αποτελεί το σημαντικότερο ποτάμι της περιοχής των Μεσογείων. Η λεκάνη απορροής του έχει έκταση περί τα 205 km2 . Οριοθετείται βόρεια από τους λόφους της Παιανίας και των Σπάτων που αποτελούν τον υδροκρίτη μεταξύ των ρεμάτων του Ερασίνου και της Ραφήνας, δυτικά από την οροσειρά του Υμηττού και νότια από τους αυχένες μεταξύ των υψωμάτων Ψηλόβραχος, Κορυφή, Μερέντα, Κερατοβούνι, Πάνειο όρος, Στρογγυλοπούλα, Ζυγός και Κόντρα (Εικ. Χάρτης). Συγκεντρώνει την απορροή τριών βασικών ρεμάτων:

  • Του υδρορέματος Αγίου Γεωργίου
  • Του υδρορέματος Λαμπρικά – Πόκα – Μαρκοπούλου και
  • Του ίδιου του Ερασίνου, που είναι ο ίδιος ο τελικός αποδέκτης

Erasinos full

Η συμβολή Ερασίνου – Αγίου Γεωργίου βρίσκεται σε μικρή απόσταση, περί τα 2 km πριν την εκβολή του στον όρμο της Βραυρώνας.

Το υδρογραφικό δίκτυο ξεκινάει με καλά διαμορφωμένες ρεματιές περιφερειακά της υδρολογικής λεκάνης και εκφυλίζεται στο κέντρο της λεκάνης των Μεσογείων, που αποτελεί επίπεδη επιφάνεια με ελαφρά κλίση προς ανατολάς. Τα ρέοντα νερά διαχέονται και απορροφώνται από το υπέδαφος, εμπλουτίζοντας τον υδροφόρο ορίζοντα της λεκάνης των Μεσογείων. Η διαμόρφωση του υδρογραφικού δικτύου, επανεμφανίζεται νότια του αεροδρομίου.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι εμφανής στη λεκάνη απορροής του Ερασίνου. Οι ρεματιές αποστραγγίζουν τα ανατολικά πρανή του Υμηττού, συναντούν στην πορεία τους την επέκταση των πόλεων Κορωπίου και Παιανίας. Τα όμβρια νερά των πόλεων, που είναι αυξημένα λόγω της κάλυψης του φυσικού εδάφους, δεσμεύονται και μέσω εγκυβωτισμένων αγωγών, διαπερνώντας την Αττική οδό, απελευθερώνονται στο φυσικό αγωγό στη θέση Πάτημα Κορωπίου που βρίσκεται βόρεια του λόφου «Καμηλάφι». Στο ίδιο σημείο συγκεντρώνονται και τα όμβρια του μεγαλύτερου τμήματος του υδρορέματος Λαμπρικά –Τζήμα, που εγκυβωτίζονται κατά μήκος της λεωφόρου Βάρης – Κορωπίου.

Ο Ερασίνος ποταμός δεν έχει μόνιμη ροή, αλλά εποχιακή. Πέραν των ομβρίων, η τροφοδοσία του γίνεται από κοιλαδογενείς εποχιακές πηγές, που βρίσκονται στην κοίτη του ποταμού στο τμήμα ανατολικά της εκκλησίας της Παναγίας της Βαραμπέσας, έως λίγο πριν από τον Πύργο της Βραυρώνας.

Οι πηγές λειτουργούν κατά τους χειμερινούς και ανοιξιάτικους μήνες και στερεύουν κατά τους θερινούς και φθινοπωρινούς. Δίπλα στην κοίτη του ποταμού, από την περιοχή των πηγών και προς τα κατάντη υπάρχουν πολλά πηγάδια μικρού βάθους που χρησιμοποιούνται για το πότισμα των καλλιεργειών.

Σήμερα η αυξανόμενη καθημερινά ροή των εγκυβωτισμένων αγωγών έχει ως αποτέλεσμα τη σχεδόν συνεχή ροή ενός τμήματος του Ερασίνου ποταμού.

Η υδρολογική λεκάνη του Ερασίνου παρουσιάζει λιγότερα και ηπιότερα πλημμυρικά φαινόμενα σε σχέση με τους άλλους ποταμούς και ρέματα της Ανατολικής Αττικής, όπως το Μεγάλο Ρέμα της Ραφήνας, ο Χάραδρος και η Ραπεντώσα στο Μαραθώνα. Παρόλα αυτά έχουν καταγραφεί σημαντικά πλημμυρικά  φαινόμενα διαμέσου των αιώνων, τόσο στις εκβολές του, όπου οι πλημμύρες κατέστρεψαν τον αρχαίο ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, που καλύφθηκε από τα ιζήματα του πλημμυρικού πεδίου, αλλά και σε άλλες περιοχές που είναι γνωστές από τα κρατικά αρχεία. Συγκεκριμένα τις 3 τελευταίες δεκαετίες έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 12 πλημμυρικά επεισόδια (1991, 1993, 1998, 1998β, 2001, 2002, 2003, 2004, 2005, 2006, 2008, 2013), άλλα περιορισμένης και άλλα μεγαλύτερης έκτασης. Οι ζημιές αλλά και οι συχνότητά τους, δείχνει ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό.

Τα πλημμυρικά φαινόμενα εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα στις περιοχές που τα ρέματα συναντούν τους οικισμούς. Στις θέσεις αυτές οι φυσικές οδοί αποστράγγισης έχουν παρεμποδιστεί και οι διατομές τους έχουν αφομοιωθεί από την οικιστική ανάπτυξη και τις υποδομές. Για το λόγο αυτό σε περιπτώσεις έντονων βροχοπτώσεων τα νερά υπερχειλίζουν τους αγωγούς και δημιουργούν πλημμυρικά φαινόμενα εντός του κοινωνικού ιστού του Κορωπίου, της Παιανίας και του Μαρκοπούλου.

Νότια του αεροδρομίου και μετά τη θέση της απελευθέρωσης των εγκυβωτισμένων αγωγών τα πλημμυρικά φαινόμενα έχουν μέση έως υψηλή συχνότητα, με μικρές όμως επιπτώσεις, καθώς ρέουν σε αγροτικές εκτάσεις και με μικρές ταχύτητες. Ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια των πλημμυρών υπάρχει τροφοδοσία νερών προς και από τον υδροφόρο ορίζοντα στο τελευταίο τμήμα του υδρορέματος, όπου η η πλημμυρική έκταση είναι πιο μεγάλη.

Σ. Λέκκας. Δρ. Γεωλόγος. Ομότ. Καθηγητής ΕΚΠΑ

Μ. Διακάκης. Δρ. Γεωλόγος

Βιβλιογραφία

Διακάκης Μ. 2013. Εκτίμηση πλημμυρικού κινδύνου με τη χρήση μοντέλων προσομοίωσης. Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, ΕΚΠΑ.

Ihyane B. 2012 Ποιοτική κατάσταση των υδροφόρων οριζόντων της λεκάνης των Μεσογείων Αττικής. Διδακτορική Διατριβή. Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος. Πανεπιστήμιο Αθηνών

Λέκκας Σ. 1992. Υδρογεωλογικές παρατηρήσεις στην περιοχή Μεσογείων (Αττική, Ελλάς). Δελτ. Ελλην. Γεωλ. Εταιρ. XXVIII/3, 309-322

Λέκκας Σ. 2008. Η επίδραση των ανθρωπογενών παρεμβάσεων στους υδροφόρους ορίζοντες των Μεσογείων Αττικής. Πρακτικά ΙΓ΄ Επιστημονική Συνάντηση Νοτιοανατολικής Αττικής. Παιανία Αττικής σελ. 267-278.

Η εξέλιξη του περιβάλλοντος της περιοχής της Βραυρώνας από το 3000 π.Χ. μέχρι σήμερα και η χρονολόγηση της καταστροφής του ιερού της Αρτέμιδος. Η Γεωλογία της περιοχής συναντά την αρχαιολογία και αποκαλύπτει

Η παράκτια περιοχή της Βραυρώνας, δίπλα στο αρχαίο τέμενος της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, είναι σήμερα μια βαλτώδης περιοχή, στην οποία εκβάλλει ο ποταμός Ερασίνος. Η περιοχή είναι σημαντική και προστατευόμενη για το ιδιαίτερο οικοσύστημα της.

Η περιοχή γνώρισε ποικίλες περιβαλλοντικές μεταβολές κατά τη διάρκεια του γεωλογικού χρόνου που καταγράφονται στα ιζήματα της περιοχής. Μια ομάδα ερευνητών του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Χαροκόπιου Πανεπιστημίου (1), διενήργησε μικρές γεωτρήσεις (μέγιστο βάθος 5 μέτρα) και μελέτησε τα πετρώματα από ιζηματολογικής και μικροπαλαιοντολογικής άποψης για να καταγράψει τις παλαιοπεριβαλλοντικές μεταβολές. Η χρονολόγηση των ιζημάτων έγινε με ραδιοχρονολόγηση C14 σε κελύφη καλοδιατηρημένων γαστεροπόδων Murex (σαλιγκάρι της θάλασσας), που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της γεώτρησης. Βάσει αυτών των χρονολογήσεων, έγινε αντιστοίχηση των ιζημάτων με τις αρχαιολογικές περιόδους.  Η βάση των ιζημάτων είναι ελαφρώς παλαιότερη από το 3.000 π.Χ., που αντιστοιχεί στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Για το χαρακτηρισμό του περιβάλλοντος και της εξέλιξής του στη διάρκεια του χρόνου, χρησιμοποιήθηκαν μικροαπολιθώματα (τρηματοφόρα, οστρακώδη) χαρακτηριστικά είδη των οποίων προσδιορίζουν πολύ συγκεκριμένα υδάτινα περιβάλλοντα. Μελέτη γυρεοκόκκων που βρέθηκαν στα ιζήματα και προέρχονται από την πέριξ χερσαία περιοχή, υποδεικνύουν τη βλάστηση που επικρατούσε κάθε περίοδο, τις καλλιέργειες και κατ’ επέκταση τις ασχολίες των κατοίκων.

Αρχικά, τα 2 κατώτερα μέτρα ιζημάτων που αντιστοιχούν στις αρχαιολογικές περιόδους μέχρι την Κλασσική Εποχή, η περιοχή αντιπροσωπεύει ανοικτό θαλάσσιο παράκτιο περιβάλλον. Το γεγονός αυτό, συμβαδίζει με τις αρχαιολογικές πληροφορίες ότι στην περιοχή υπήρχε λιμάνι από τη Μέση Εποχή του Χαλκού που ήκμασε κατά τη Μυκηναϊκή Εποχή. Το λιμάνι αυτό μετά από αλλεπάλληλες πλημμύρες του Ερασίνου καταστράφηκε κατά την Κλασσική Περίοδο. Tην ίδια εποχή καταστράφηκε οριστικά από τις πλημμύρες και το τέμενος της Βραυρωνίας Αρτέμιδος. Το γεγονός αυτό, καταγράφεται στα υπερκείμενα ιζήματα, ως μεγάλη προσφορά χερσαίου υλικού από τις πλημμύρες του Ερασίνου.

Στα υπερκείμενα ιζήματα, τα οποία αντιστοιχούν στη Βυζαντινή Περίοδο, το περιβάλλον χαρακτηρίζεται λιμνοθαλάσσιο, με είσοδο γλυκού νερού (Ερασίνος), το οποίο γίνεται βαθμιαία ρηχότερο.

Κατά την Οθωμανική και τη Σύγχρονη Περίοδο το περιβάλλον εξελίσσεται από λιμνοθάλασσα μέσης αλμυρότητας, σε ολιγόαλο και τέλος σε βάλτο γλυκών νερών.

Η μελέτη των γυρεοκόκκων που βρέθηκαν στα ιζήματα καταγράφει τα είδη βλάστησης, τις καλλιέργειες, και τις ασχολίες των κατοίκων (1), (2). Γενικά επικρατούν δάση πεύκης, φυλλοβόλα και μεικτά δάση  που εναλλάσσονται με μεσογειακή βλάστηση μακί, θαμνότοπων και λιβαδιών.. Ήδη από το 3000 πΧ, παρατηρείται καλλιέργεια ελιάς και δημητριακών, η οποία αυξομειώνεται στις διάφορες περιόδους. Για παράδειγμα κατά τη Μυκηναϊκή Περίοδο παρατηρείται εντατικοποίηση των καλλιεργειών, ενώ μετά την καταστροφή του τεμένους από τις πλημμύρες του Ερασίνου, παρατηρείται μείωση της καλλιέργειας της ελιάς. Από τη νεότερη Βυζαντινή περίοδο επαναδραστηριοποιούνται οι καλλιέργειες ελιάς και δημητριακών και κατά την Οθωμανική Περίοδο καταγράφεται έντονη διάβρωση του εδάφους που αποδίδεται σε καλλιέργεια με ζώα. Το γεγονός αυτό συμπίπτει με την άφιξη των Αρβανιτών στην περιοχή.

Α. Ζαμπετάκη – Λέκκα, Δρ. Γεωλόγος. Ομότ. Καθηγήτρια ΕΚΠΑ

(1) Triantaphyllou  M., Kouli K.,Tsourou T., Koukousioura O.,  Pavlopoulos K., Dermitzakis M. (2010). Paleoenvironmental changes since 3000 BC in the coastal marsh of Vravron (Attica, SE Greece). Quaternary International 216 (2010) 14–22

(2) Kouli Κ. Vegetation development and human activities in Attiki (SE Greece) during the last 5,000 years Veget Hist Archaeobot (2012) 21:267–278.

Το ιερό της Αρτέμιδος Βραυρωνίας

α. Θέση και η προϊστορία της

Η Βραυρώνα, μια εύφορη κοιλάδα στην ανατολική ακτή της Αττικής, διαρρέεται από τον ποταμό Ερασίνο, που εκβάλλει στον κλειστό όρμο. Η προστασία που προσέφεραν οι γύρω λόφοι, το εύφορο έδαφος καθώς και έξοδος προς τη θάλασσα παρείχαν τις κατάλληλες συνθήκες για μόνιμη εγκατάσταση. Ήδη απο τα προϊστορικά χρόνια στον λόφο Κομμένο Λιθάρι, που δεσπόζει στον όρμο της Βραυρώνας, αναπτύχθηκε στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου οικισμός που διήρκησε μέχρι την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (3500 – 1200 π.Χ.).

β. Η ιστορία του ιερού

Το ιερό της Αρτέμιδος, στις ΒΔ υπώρειες του λόφου, ήταν ένα από τα σημαντικότερα της Αττικής. Στην άνθησή του συνέβαλε η υποστήριξη σημαντικών προσωπικοτήτων, που κατάγονταν από το τοπικό γένος των Φιλαϊδών, όπως ο Πεισίστρατος, ο Μιλτιάδης και ο Κίμωνας. Τη λατρεία έφεραν σύμφωνα με το μύθο ο Ορέστης και η Ιφιγένεια, τα παιδιά του Αγαμέμνωνα, που έκλεψαν από τη γη των Ταύρων (Κριμαία) το ξόανο (ξύλινο ομοίωμα) της Αρτέμιδος και με υπόδειξη της θεάς Αθηνάς κατέφθασαν στην Αττική για να ιδρύσουν ένα ιερό και να το στεγάσουν. Κατά τον Ευρυπίδη, η Ιφιγένεια παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής της ζωής της ως ιέρεια της Αρτέμιδος στο ιερό της Βραυρώνας, όπου και τάφηκε.

Η παλαιότερη λατρεία ανάγεται στον 9ο αι. π.Χ.  Η πρώτη περίοδος ακμής του ιερού τοποθετείται στον 7ο αι. π.Χ. Τα πρώτα λατρευτικά κτήρια ιδρύθηκαν περί τα μέσα του 6ου αι. π. Χ. Στο αποκορύφωμα της ακμής του έφθασε μετά τα μέσα του 5ου αι. και στον 4ο αι. Π.Χ. Η εγκατάλειψή του τοποθετείται τον 3ο αι. π. Χ. και συνδέεται πιθανώς με υπερχείλιση του ποταμού Ερασίνου. Κατά άλλη άποψη, το ιερό καταστράφηκε κατά το Χρεμωνίδειο πόλεμο (267 – 261 π.Χ.).

Στους μεταβυζαντινούς χρόνους (1450 και εξής), στην απολαξευμένη επιφάνεια του βράχου πάνω από τον αρχαίο ναό κτίστηκε ο ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου.

Τα ευρήματα από την ανασκαφή του ιερού (1949-1963) εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βραυρώνας.

γ. Η λατρεία

Η Άρτεμις, θέα της φύσης, της ζωής και της γονιμότητας λατρευόταν στην Βραυρώνα κυρίως ως προστάτιδα του γάμου, των γυναικών, της γέννησης και της ανατροφής των παιδιών. Με αυτή την υπόστασή της συνδέεται η αρκτεία, μια τελετή μύησης κατά την οποία κορίτσια από επιφανείς αθηναϊκές οικογένειες, που ονομάζονταν άρκτοι, παρέμεναν στο ιερό προκειμένου να προετοιμαστούν για τον έγγαμο βίο και τη μητρότητα. Η λατρεία της Βραυρωνίας Αρτέμιδος μεταφέρθηκε την εποχή του Πεισίστρατου σε τέμενος στην Ακρόπολη των Αθηνών. Κατά τη γιορτή των Βραυρωνίων κάθε 4 χρόνια, πομπή πιστών ξεκινούσε από το τέμενος της Ακρόπολης και κατέληγε στο ιερό τής Βραυρώνας. Την οργάνωση της γιορτής αναλάμβαναν δέκα ιεροποιοί, που ορίζονταν με κλήρο από την αθηναϊκή Βουλή. Στη γιορτή της θεάς, οι άρκτοι συμμετείχαν σε λατρευτικές πράξεις (πομπή, χορό, δρόμο) γύρω από το βωμό κρατώντας στεφάνια, ταινίες και πυρσούς.

Μαρία Στάθη Αρχαιολόγος Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής.

Ο Υγρότοπος της Βραυρώνας

Ο Υγρότοπος της Βραυρώνα έχει έκταση  1300 στρέμματα και αποτελεί έναν από του 13 κυριότερους υγροτόπους της Αττικής. H ύπαρξη γλυκού νερού όλο το χρόνο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη πλούσια βιοποικιλότητα στη περιοχή. Αποτέλεσμα της ύπαρξης γλυκού νερού είναι η δημιουργία διαφορετικών τύπων οικοτόπων, διαφορετικών φυτικών ειδών τα οποία με τη σειρά τους φιλοξενούν διαφορετικά είδη εντομοπανίδας, αμφιβίων, ερπετών, ψαριών, πτηνών και θηλαστικών. Ο υγρότοπος της Βραυρώνας καθώς και ο υγρότοπος του Σχινιά αποτελούν τους μοναδικούς  υγρότοπους της Αττικής που ανήκουν στο Δίκτυο NATURA 2000.

Ο υγρότοπος της Βραυρώνα αποτελεί τμήμα της ευρύτερης χαρακτηρισμένης ως Natura περιοχή της Βραυρώνας. Η συνολική έκταση της προστατευόμενης περιοχής υπολογίζεται σε περίπου 27.000 στρέμματα και περιλαμβάνει εκτός από τον υγρότοπο της Βραυρώνας περιλαμβάνει τη χερσόνησο της Χαμολιάς, θαλάσσια ζώνη, καθώς και καλλιεργήσιμες εκτάσεις δυτικά του υγροτόπου. Το χερσαίο τμήμα της προστατευόμενης περιοχής έχει έκταση περίπου 22.000.

Στην περιοχή έχουν καταγραφεί 15 διαφορετικοί Τύποι Οικοτόπων, με τους περισσότερου από αυτούς να σχετίζονται με το υγροτοπικό οικοσύστημα του Ερασίνου – Υγροτόπος Βραυρώνας. Ενδεικτικά αναφέρεται πως ο Ερασίνος αποτελεί “ποταμό της Μεσογείου με περιοδική ροή” ενώ περιμετρικά του υγροτόπου παρατηρούνται “μεσογειακά αλίπεδα”  (ζώνη που καλύπτεται από βρόχινο νερό το χειμώνα και των οποίων το έδαφος είναι πάντα υγρό ακόμα και το καλοκαίρι), τύποι οικοτόπων δηλαδή που χρήζουν προστασίας. Εντός της περιοχής Natura έχουν καταγραφεί 11 σημαντικά είδη εκ των οποίων τα 7 ανήκουν στο παράρτημα 2 της οδηγίας 92/43 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνολικά στην περιοχή έχουν καταγραφεί: τρία  θηλαστικά, ένα αμφίβιο, ένα ψάρι και έξι είδη ερπετών.  Τα κυριότερα είδη που έχουν καταγραφεί στην περιοχή στην Βραυρώνα είναι τα εξής:

Πράσινος φρύνος: Αν αρπαχτεί βίαια εκκρίνει αμυντικές τοξικές ουσίες από αδένες του δέρματος, ικανές να αποτρέψουν τους περισσότερους θηρευτές αφού είναι ιδιαίτερα δύσγευστες και ερεθιστικές. Οι ουσίες αυτές είναι ακίνδυνες για τον άνθρωπο όταν έρθουν σε επαφή με το δέρμα, μπορεί όμως να προκαλέσουν κάποια συμπτώματα ερεθισμού ή και άλλα αν καταποθούν ή έρθουν σε επαφή με τα μάτια και με πληγές.

Αττικόψαρο: Το αττικόψαρο έχει ευρεία ασυνεχή εξάπλωση. Αυτό οφείλεται κυρίως στο μικρό μέγεθός του και κατά συνέπεια στα μικρής έκτασης ενδιαιτήματα που απαιτεί. Συγκεκριμένα, το είδος εξαπλώνεται στην Αττική, τη Βοιωτία, τη Φθιώτιδα και τη Μαγνησία. Στη Βραυρώνα εικάζεται οτι το Αττικόψαρο έχει εξαφανιστεί εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού με το ξενικό είδος Gambusia holbrooki (κουνουποφάγος). O κουνουποφάγος, ήρθε το 1920 για τον έλεγχο της χώρα από την ελονοσία.

Τρανομυωτίδα: Τρέφεται στις άκρες δασών, σε ανοιχτά δάση, βοσκότοπους με μεγάλα έντομα, κυρίως σκαθάρια αράχνες και τα τριζόνια, συλλαμβάνοντας τα συνήθως από το έδαφος. Τα ημερήσια καταφύγια του είδους βρίσκονται κυρίως σε υπόγειους χώρους και σε κτίρια. Μερικές φορές σχηματίζει μικρές αποικίες σε δέντρα. Είναι περιστασιακά μεταναστευτικό είδος, η μεγαλύτερη μετακίνηση που έχει καταγραφεί είναι 436 χιλιόμετρα

Πτερυγονυχτερίδα: Είναι ένα αποικιακό είδος. Οι φωλιές βρίσκονται κυρίως σε σπηλιές, ορυχεία, ερείπια και κτίρια.  Αλλάζει φωλιές αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του έτους. Μετακινήσεις μεγάλων αποστάσεων συμβαίνουν περιστασιακά (μεγαλύτερη απόσταση που έχει καταγραφεί είναι 833 χιλιομέτρων)

Μεγάλος Νυκτοβάτης: Ο μεγάλος νυκτοβάτης είναι η μεγαλύτερη νυχτερίδα της Ευρώπης με άνοιγμα φτερών που φτάνει τα 46 εκατοστά και βάρος τα 53 γραμμάρια. Κουρνιάζει κυρίως σε κουφάλες δέντρων, αλλά και σε σχισμές βράχων και σκεπές σπιτιών. Είναι νυχτόβιο ζώο το οποίο τρέφεται με έντομα, που συλλαμβάνει εν πτήση μέσω ηχοεντοπισμού, ενώ κατά τη περίοδο της μετανάστευσης των πουλιών συνηθίζει να τρέφεται με μικρά στρουθιόμορφα.

Κρασπεδωτή Χελώνα – Μεσογειακή Χελώνα: Τρέφονται κυρίως με φυτά αλλά και με ασπόνδυλα. Τα θηλυκά γεννούν 2-12 αυγά σε τρύπες που σκάβουν σε μαλακό χώμα, τα οποία εκκολάπτονται μετά από 2.5 μήνες περίπου.

Στικτή Νεροχελώνα: Προτιμά στάσιμα ή ελαφρώς ρέοντα νερά με υδρόβια βλάστηση. Δειλή και ντροπαλή κρύβεται αμέσως στο νερό μόλις αισθανθεί κίνδυνο. Τρέφεται κυρίως με ασπόνδυλα αλλά και με ψάρια, αμφίβια, μικρά φίδια, πτώματα και φυτά. Τα αρσενικά ωριμάζουν σεξουαλικά μετά το 6ο έτος της ηλικίας τους, ενώ τα θηλυκά πολύ αργότερα μετά  το 18ο έτος.

Σπιτόφιδο:  Ζευγαρώνει στο τέλος της άνοιξης και τα θηλυκά γεννούν 2-8 αυγά χρόνο παρά χρόνο. Η ονομασία Σπιτόφιδο λέγεται πως κατάγεται από τις Κυκλάδες, όταν σε κάποιες περιοχές οι άνθρωποι το έφερναν εσκεμμένα στους αποθηκευτικούς τους χώρους για τον έλεγχο των ποντικών.

Οχιά: Συχνά σκαρφαλώνει σε θάμνους και πετρότοιχους. Ζευγαρώνει στα τέλη της άνοιξης και τα θηλυκά γεννούν 4-20 νεογνά, τέλη του Αυγούστου. Τρέφεται κυρίως με μικρά θηλαστικά αλλά και μικρά πουλιά, αμφίβια και σαύρες.

Πράσινη Σαύρα: Τρέφεται με ασπόνδυλα αλλά και με μικρότερα ερπετά και νεοσσούς. Τα θηλυκά γεννούν 5-23 αυγά τέλη της άνοιξης ή αρχές καλοκαιριού τα οποία εκκολάπτονται μετά από περίπου ένα μήνα.

Όσον αφορά την πτηνοπανίδα της Βραυρώνας περιλαμβάνει 208 είδη τα οποία στην πλειονότητά τους έχουν παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της αποδημίας τους. Από τα 208 είδη 58 είδη ανήκουν στο παρ 1. της Οδηγίας για τα Πουλιά. Παρόλα αυτά η περιοχή δεν είναι χαρακτηρισμένη ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας σε αντίθεση με τον Υμηττό που έχουν καταγραφεί λιγότερα είδη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός οτι ο πληθυσμός των προστατευομένων ειδών που παρατηρούνται στην Βραυρώνα, δεν είναι τέτοιος, που η περιοχή να θεωρείται σημαντική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Π.χ. η περιοχή δεν υποστηρίζει σε τακτική βάση το 1% του Ευρωπαϊκού πληθυσμού ή η περιοχή δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των 100 σημαντικότερων τόπων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα για το απειλούμενο είδος.

Μερικά από τα πλέον απειλούμενα ή και σπάνια είδη που έχουν καταγραφεί στην περιοχή είναι:

Χαλκοκουρούνα: Αναπαράγεται κυρίως σε πεδινές, ημιπεδινές περιοχές με ανοιχτές στέπες, χερσολίβαδα, παραδοσιακές καλλιέργειες, βοσκότοπους και εκτάσεις με αραιά δέντρα. Ο συνολικός αναπαραγόμενος στην Ελλάδα πληθυσμός υπολογίζεται σε 200-300 ζευγ., με αρνητικές τάσεις. Το ελληνικό κόκκινο βιβλίο την κατατάσσει στα τρωτά είδη, ενώ η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης κατατάσσει στο είδος στα σχεδόν απειλούμενα.

Σπιζαετός: Ο σπιζαετός είναι επιδημητικό είδος στην Ελλάδα. Με πολύ πιο ευρεία κατανομή στο παρελθόν, το είδος σήμερα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη. Ο συνολικός του πληθυσμός στην Ελλάδα εκτιμάται σε 100-140 ζευγ. και θεωρείται μάλλον σταθερός. Η νησιωτική πέρδικα και το αγριοκούνελου (Oryctolagus cuniculus), αποτελούν τη βασική του λεία του. Το ελληνικό κόκκινο βιβλίο κατατάσσει τον Σπιαζετό στα τρωτά είδη. Αποτελεί είδος που  τείνει να μετατραπεί σε απειλούμενο εκτός και αν βελτιωθούν οι συνθήκες που απειλούν την ύπαρξη και την αναπαραγωγή του.

Πορφυροτσικνιάς: Ο πορφυροτσικνιάς ζει σε υγρότοπους γλυκών νερών και δέλτα ποταμών. Φωλιάζει σε πυκνούς και εκτεταμένους καλαμιώνες και περιστασιακά σε πα- ραποτάμια ή παραλίμνια δάση. Τα τελευταία τριάντα χρόνια ο αναπαραγόμενος πληθυσμός του πορφυροτσικνιά στην Ελλάδα έχει περιοριστεί στο 10% αυτού που καταγράφηκε τη δεκαετία του ’70. Ο πληθυσμός του στην Ελλάδα εκτιμήθηκε σε 40-60 ζευγ., με τάσεις περαιτέρω μείωσης. Το ελληνικό κόκκινο βιβλίο κατατάσσει τον πορφυροτσικνιά στα κινδυνεύοντα είδη.

Κιρκινέζι ή σπιτοκιρκίνεζο: Πολύ πιο κοινό και με ευρύτερη εξάπλωση παλαιότερα, ως και τις αρχές της δεκαετίας του ’60, το είδος υπέστη στη συνέχεια δραματική μείωση και συρρίκνωση της κατανομής του. Ο πληθυσμός του είδους κυμαίνεται από 2.600 έως 3.300 ζευγ., με αρνητικές τάσεις. Το ελληνικό κόκκινο βιβλίο και η Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης κατατάσσουν το σπιτοκιρκίνεζο στα τρωτά είδη, ενώ αποτελεί ένα από τα λίγα είδη για το οποίο έχει υλοποιηθεί Διεθνές Σχέδιο Δράσης για την προστασία του.

Δημήτρης Κιούσης, Δασοπόνος

Βιβλιογραφία

Λεγάκις, Α. & Μαραγκού, Π. 2009. Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Αθήνα, 528 σελ.

http://natura2000.eea.europa.eu/#

http://el.wikipedia.org/

http://en.wikipedia.org/

http://www.ornithologiki.gr/

http://www.herpetofauna.gr/

Προσωπικές σημειώσεις