Η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου του Κυνηγού – των Φιλοσόφων.
Η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου του Κυνηγού – των Φιλοσόφων είναι κτισμένη σε υψόμετρο 362 μ. πάνω στην κορυφογραμμή του βόρειου άκρου του Υμηττού. Η θέα από τη μονή είναι μοναδική. Με κατάλληλες καιρικές συνθήκες έχει κανείς ορατότητα προς τα δυτικά μέχρι τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τα βόρεια παράλια της Πελοποννήσου ενώ προς ανατολικά μέχρι τις Σποράδες αλλά και τις Κυκλάδες.
Η επιλογή του σημείου ήταν αποτέλεσμα προσεκτικής έρευνας και ώριμης σκέψης. Σε παλαιότερους καιρούς οι μοναχοί είχαν τη δυνατότητα να εντοπίζουν έγκαιρα τους πειρατές – φούστες – και να αναζητούν καταφύγιο στα απότομα βράχια του βουνού: στο «κακό μελίσσι» κατά τον Γ. Χατζησωτηρίου (1).
Υπάρχουν πολλές απόψεις για τη χρονολογία ίδρυσης και την ονομασία της μονής.
Ο Διονύσιος Σουρμελής υποστηρίζει ότι η μονή προϋπήρχε του 10ου αιώνα. Έχει την άποψη ότι η μονή λέγεται «του Κυνηγού» επειδή ο ιδρυτής της ήταν κυνηγός ή επειδή ο τόπος ήταν κατάλληλος για κυνήγι. Όμως σε επιστολή του Μιχαήλ Χωνιάτη, Αρχιεπισκόπου Αθηνών (1182-1222), προς τον ηγούμενο της μονής – που τον ευχαριστεί για βιβλίο του Ομήρου που αυτός του είχε δωρίσει – αναφέρεται το ονοματεπώνυμο Βασίλειος Κυνηγός.
Ο Βασίλειος Κυνηγός είχε έρθει από την ιερά μονή του Φιλοσόφου της Δημητσάνας μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Αργότερα ήρθε στη μονή επίσης και ο ανεψιός του Λουκάς ο οποίος είχε διωχθεί από τους Φράγκους από την μονή Αγίου Γεωργίου στον Κεραμεικό. Ο Λουκάς ανακαίνισε τη μονή και διαδέχθηκε τον Βασίλειο στην ηγουμενική θέση. Ως κτήτορες της μονής έδωσαν αυτή την ονομασία. Από επιτάφιο μαρμάρινη πλάκα συμπεραίνεται ότι και οι δύο πέθαναν συγχρόνως και τάφηκαν μαζί.
Το 1235 τον Λουκά διαδέχεται ως ηγούμενος ο Νεόφυτος. Το όνομα του Νεοφύτου αναφέρεται σε επιγραφή του 1238 σε μαρμάρινη στήλη (κιόνιο Νεοφύτου) που είχε αναρτηθεί στη θέση Σταυρός. Λέγεται ότι ο Νεόφυτος είχε φτιάξει το δρόμο προς την πεδιάδα των Μεσογείων.
Ο Χατζησωτηρίου έχει μια λίγο διαφορετική θεωρία ως προς την ίδρυση της μονής. Πιστεύει ότι συνδέεται με την αινιγματική εξαφάνιση της Επισκοπής της Παιανίας. Θεωρεί ότι οι μοναχοί της Επισκοπής, αναζητώντας ασφαλέστερο μέρος, μετακινήθηκαν δύο χιλιόμετρα βορειότερα, σε υψηλό σημείο της κορυφογραμμής του Υμηττού, όπου έκτισαν τα κελιά τους. Αργότερα στο ίδιο μέρος κτίσθηκε και η μονή των Φιλοσόφων.
Ελάχιστα είναι γνωστά για το βίο της μονής. Σύμφωνα με τον Χατζησωτηρίου τα αρχεία της μονής πρέπει να καταστράφηκαν κατά την αποχώρηση του Μοροζίνι από την Αττική. Η μονή πρέπει να έφθασε στην ακμή της στο τέλος του 16ου αιώνα όταν είχε ως μετόχια την Αγία Θέκλα, τον Άγιο Ιωάννη Κυνηγό – Λεωφόρου Βουλιαγμένης, τον Άγιο Νικόλαο Κάντζας, τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στο Σταυρό και τέλος τον Άγιο Νικόλαο Φθισιατρείου Ρηγγίλης.
Όμως όπως λέει ο Χατζησωτηρίου, μετά την ίδρυση της μονής Πεντέλης, η μονή των Φιλοσόφων αρχίζει να παρακμάζει. Η πορεία της μονής ήταν αντίστροφη από αυτή της μονής Πεντέλης. Όσο η μονή Πεντέλης άκμαζε και ευημερούσε τόσο η μονή των Φιλοσόφων παράκμαζε. Η περιουσία της μονής δεν αναφέρεται στα φορολογικά αρχεία της Τουρκοκρατίας παρά τα σημαντικά μετόχια.
Σύμφωνα με την έκδοση της μονής (2), μετά την απελευθέρωση, η Αντιβασιλεία διέλυσε 412 από τα 500 μοναστήρια. Μέσα σε αυτά ήταν και η μονή Κυνηγού. Έμεινε έρημη μέχρι το 1837 οπότε εκποιήθηκε το σύνολο της περιουσίας της. Το 1916 -17 προσαρτήθηκε στη Ζωοδόχο Πηγή της Παιανίας και το 1921 κηρύχθηκε Βυζαντινό Μνημείο. Το 1969 επανιδρύθηκε ως μετόχι της Ιεράς Μονής Κλειστών και το 1975 ανασυστάθηκε ως γυναικεία Κοινοβιακή Μονή.
Γεωλογική δομή και ορογένεση του Υμηττού.
Δρ. Κωνσταντίνος Σούκης
Η Αττική ήταν η πρώτη περιοχή του ελληνικού κράτους που χαρτογραφήθηκε με λεπτομέρεια από τον Γερμανό γεωλόγο Lepsius στα τέλη του 19ου αιώνα. Μαζί με τις Κυκλάδες συνθέτουν μία από τις μεγάλες γεωλογικές μονάδες του Ελληνικού χώρου, τη λεγόμενη Αττικοκυκλαδική, η οποία περιλαμβάνει μεταμορφωμένα πετρώματα που είχαν βυθιστεί σε μεγάλο βάθος (25 – 35 χιλιόμετρα) στο εσωτερικό της Γης, πριν από 50 – 40 εκ. χρόνια και σταδιακά ανήλθαν στην επιφάνεια, στα πλαίσια του αλπικού ορογενετικού κύκλου.
Η στρωματογραφική διάρθρωση της Αττικής, όπως καθορίστηκε από τον Lepsius βασίστηκε εν πολλοίς στη γεωλογική δομή του Υμηττού και περιλαμβάνει τα εξής πετρώματα από κάτω προς τα πάνω: τους Σχιστόλιθους Βάρης, τους Δολομίτες Πυρναρής, το κατώτερο Μάρμαρο, τους Σχιστόλιθους Καισαριανής και το Ανώτερο Μάρμαρο.
Η βασικότερη αναθεώρηση αυτής της δομής έγινε 100 χρόνια μετά, από τους Σ. Λέκκα και Σ. Λόζιο το 2000, οι οποίοι αναγνώρισαν και αποτύπωσαν τα ρήματα που χωρίζουν τα πετρώματα του Υμηττού, τα οποία και συνετέλεσαν στην άνοδό τους στην επιφάνεια. Οι ραδιοχρονολογήσεις που έχουν γίνει στα πετρώματα του Υμηττού έδειξαν ότι αυτά είχαν ήδη ανεβεί μέχρι το βάθος 3-6 χλμ. πριν από 12-9 εκ. χρόνια. Την ίδια περίοδο λαμβάνει χώρα και κυκλοφορία θερμών διαλυμάτων πλούσιων σε μεταλλικά στοιχεία τα οποία και είναι υπεύθυνα για τη μεταλλοφορία του Βόρειου Υμηττού. Η άνοδος των πετρωμάτων συνεχίστηκε και μέχρι τα 5 εκ. χρόνια είχαν αποκαλυφθεί ενώ λίγο μετά διαμορφώθηκε και το σημερινό σχήμα του βουνού.
Οι μεταλλοφορίες του Υμηττού.
Δρ Χριστίνα Στουραΐτη
Οι θειούχες μεταλλοφορίες του Υμηττού οφείλονται σε κυκλοφορία υδροθερμικών ρευστών προερχόμενων από γρανιτική διείσδυση σε μικρό βάθος (κάτω από τον Υμηττό). Αυτά τα υδροθερμικά ρευστά ανέρχονται στα ανώτερα στρώματα του φλοιού ακολουθώντας διόδους, όπως είναι οι επιφάνειες μεγάλων και μικρών ρηγμάτων.
Οι μεταλλοφορίες εντοπίζονται σε ορισμένες περιοχές του Υμηττού και έχουν υποστεί εκμετάλλευση από την αρχαιότητα μέχρι τη δεκαετία του ’60. Αποτελούνται από θειούχα ορυκτά του μολύβδου (Pb), ψευδαργύρου (Zn), σιδήρου (Fe), αργύρου(Ag) και χαλκού (Cu) και τα κυριότερα μεταλλικά ορυκτά είναι ο γαληνίτης, σφαλερίτης, χαλκοπυρίτης.
Στην περιοχή Σέσι (κεντρικός Υμηττός) υπάρχουν τρείς διερευνητικές στοές. Το μετάλλευμα εντοπίζεται στην μεγάλη τεκτονική επαφή μαρμάρου και δολομίτη εντός κατακλαστικής ζώνης. Τα κυριότερα ορυκτά είναι οξείδια και ένυδρα οξείδια του σιδήρου, ο αιματίτης και γκατίτης καθώς και ιχνοποσότητες θειούχων ορυκτών.
Στην περιοχή Άγ. Ελευθέριος Γλυκών Νερών, θέση Καμίνι, στις ανατολικές παρυφές του Υμηττού εντοπίζεται μετάλλευμα ψευδαργύρου (Zn), εντός υπόγειας στοάς μεταλλείου. Το μεταλλείο ήταν ενεργό κατά τη δεκαετία του ’60. Το κυριότερα ορυκτά της μεταλλοφορίας είναι ο σμισθονίτης και ανθρακικά ορυκτά του Pb, Zn. Δίπλα στο εγκαταλελημένο μεταλλείο υπάρχει επίσης ένα μεταλλουργικό καμίνι, στο οποίο γινόταν επιτόπου ανάκτηση μετάλλων.
Στην θέση μοναστήρι Αγ. Ιωάννου του Κυνηγού βρίσκεται μεταλλείο το οποίο έχει υπόγεια ανάπτυξη περίπου 300 μ, έχει τρείς υπόγειες στοές και δύο κατακόρυφα φρεάτια αερισμού. Στο χώρο του μεταλλείου υπάρχει διαμορφωμένη πλατεία φόρτωσης και κτίσμα, καθώς και εγκατάσταση πλυντηρίου του μεταλλεύματος. Τα κυριότερα ορυκτά της μεταλλοφορίας είναι ο γαληνίτης, χαλκούχα και αργυρούχα θειοάλατα (Pb-Cu-Zn-Ag). Αναπτύσσεται με τη μορφή λεπτών φλοιών και πλήρωσης μικρών κενών και σπασιμάτων του μαρμάρου. Το είδος της μεταλλοφορίας είναι παρόμοιο με αυτό του Λαυρίου.
(1) Γεώργιος Δ. Χατζησωτηρίου. Ιστορία της Παιανίας και των Ανατολικά του Υμηττού Περιοχών (1205 – 1973). Αθήνα 1973.
(2) Έκδοση της Ιεράς Μονής Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Κυνηγού – των Φιλοσόφων.