Ανάμεσα στις δύο εκκλησίες υπάρχει πηγάδι του χωριού. Όπως μας πληροφορεί ο λαογράφος και συγγραφέας Γιάννης Πρόφης το πηγάδι ονομάζεται το Πούσι Καντούνι. (Πηγάδι χωριού) και σύμφωνα με την παράδοση ήταν έργο του Πεισίστρατου με ηλικία περίπου 2.500 χρόνων.
Ο Σπύρος Λέκκας σε άρθρο του (1)
Γεωλογικά εξεταζόμενη η περιοχή αυτή καλύπτεται από τεταρτογενή ιζήματα τα οποία αποτελούνται από λατυποκροκαλοπαγείς σχηματισμούς. Οι λατυποκροκαλοπαγείς αυτοί σχηματισμοί πλησίον της επιφάνειας του εδάφους είναι πολύ συνεκτικοί με ανθρακικό υλικό, δημιουργώντας μια συμπαγή κρούστα πάχους ορισμένων εκατοστών μέχρι δυο μέτρων. Στην περιοχή έχει μια ιδιαίτερη ονομασία σανιδιά επειδή το πάχος της είναι σχετικά μικρό αλλά με μεγάλη έκταση και μοιάζει με σανίδα. Πάνω από τη συμπαγή αυτή κρούστα απαντούν χαλαρές προσχώσεις που αποτελούνται από χαλίκια, αργίλους, και άμμος με μικρό πάχος, που κυμαίνονται από 0 – 50 εκ. Κάτω από τη συμπαγή κρούστα απαντούν ομοίως κροκαλολατυποπαγή ιζήματα των οποίων η συνεκτικότητα είναι σχετικά χαλαρή και το συνδετικό υλικό είναι αργιλικό. Μέσα στα τεταρτογενή ιζήματα ….και στα υποκείμενα νεογενή …αναπτύσσεται ένας υδροφόρος ορίζοντας μέτριας αποδοτικότητας τον όποιον πρέπει να γνώριζαν καλά οι κατασκευαστές του φρέατος. Τα τεχνικά χαρακτηριστικά του φρέατος έχουν ως εξής: Το βάθος του φρέατος είναι 12,60 μ. Η διατομή του φρέατος από την επιφάνεια μέχρι τη στάθμη του νερού (βάθος 8,6 μ) είναι κυλινδρική με διάμετρο 0,9 μ. Από τη στάθμη του νερού (8,60 μ.) έως και το τέλος (12,60 μ.) ήτοι ένα βάθος 5 μ., το φρέαρ έχει ελλειπτική μορφή με μικρή διάμετρο 3,5 μ. Από την επιφάνεια του εδάφους και καθ’ όλο το μήκος της κυλινδρικής διατομής τα τοιχώματα του φρέατος καλύπτονται από κονίαμα μέσου πάχους 0,8 εκ. Το κονίαμα αποτελείται από πολύ λεπτές διαδοχικές επιχρίσεις Σε εξέταση του κονιάματος με τη μέθοδο των ακτίνων Χ, διαπιστώθηκαν τα εξής ορυκτά: ασβετίτης, δολομίτης, χαλαζίας, χλωρίτης, ιλλίτης, πιθανή παρουσία σίδηροοξειδίων. Αν αναγάγουμε τα ορυκτά αυτά σε οξείδια αυτά είναι συγκρίσιμα με αρχαίες κονίες που αναφέρονται από τον Ορλάνδο. Τα τεχνητά χαρακτηριστικά του φρέατος δεν είναι τυχαία. Η ελλειπτική μορφή του φρέατος μέσα στον υδροφόρο ορίζοντα, έχει ως συνέπεια την αύξηση του όγκου, άρα τη χωρητικότητα του υδροληπτικού έργου, την αύξηση της επιφανείας, άρα αύξηση της αποδοτικότητας και τελικά την καλύτερη στήριξη των πρανών. Η τοποθέτηση του κονιάματος πρέπει να εκπληροί κατά την άποψη μου δυο στόχους. Ο ένας αισθητικός, αφού το πηγάδι βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή, αλλά ο σημαντικότερος είναι η στήριξη των πρανών του φρέατος και τούτο διότι οι υδρεωλογικές συνθήκες είναι τέτοιες ώστε ένας επιδερμικός υδροφόρος ορίζοντας σχηματίζεται κατά τη διάρκεια των βροχοπτώσεων μεταξύ των χαλαρών προσχώσεων και της συνεκτική κρούστας λόγω διαφοράς στην υδροπερατότητα. Η κίνηση του νερού καθορίζεται από την κλίση της μορφολογίας της ανώτερης επιφάνειας της συμπαθούς κρούστας. Η κλίση της μορφολογίας είναι τέτοια, ώστε τα νερά να φθάνουν στο φρέαρ και να κινούνται αμέσως κατακόρυφα γλύφοντας την κυλινδρική επιφάνεια του φρέατος. Το φαινόμενο αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την διαβροχή της αργίλου που αποτελεί το συνδετικό υλικό κάτω από την κρουστά, τη διόγκωση της και στη συνέχεια την κατάπτωση των τοιχωμάτων και τελικά την καταστροφή του φρέατος. Συνήθως τα τοιχώματα των φρεάτων στηρίζονται σε λιθορριπή, αλλά στην περίπτωση του συγκεκριμένου φρέατος η λιθορριπή δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τα τοιχώματα διότι θα διαβρεχόταν η εσωτερικότερα ευρισκόμενη άργιλος και το αποτέλεσμα της διόγκωσης θα ήταν η καταστροφή του φρέατος. Επομένως η μόνη λύση ήταν η στεγανοποίηση των τοιχωμάτων που πραγματοποιείτο από το συγκεκριμένο επίχρισμα. (1) Σπύρος Λέκκας, Ομότιμος Καθηγητής Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, «Οι υδρογεωλογικές γνώσεις των αρχαίων όπως συμπεραίνονται από τα αρχαία φρέατα ανατολικά του Υμηττού». Αρχαιογνωσία τομ. 11, 2001 – 2002.