Το Σπήλαιο του Νυμφολήπτου – Από τους χορούς των Νυμφών στον Νεοπλατωνικό διαλογισμό. Αδώνιδος Κύρου.
Σημείωση: Το εξαιρετικό αυτό άρθρο για το σπήλαιο παρουσιάζεται με την άδεια του Αδώνιδος με την επιδίωξη να αναδειχθεί η ανάγκη διαφύλαξης αυτού του μοναδικής ιστορίας και πολιτιστικής σημασίας αρχαιολογικού χώρου.
Το παρόν άρθρο συγκεφαλαιώνει γνωστές, από παλαιότερα δημοσιεύματα, πληροφορίες γα το Σπήλαιο του Νυμφολήπτου, με την προσθήκη νεώτερων πορισμάτων της έρευνας για το ιστορικό πλαίσιο και το λατρευτικό υπόβαθρο του σημαντικού τούτου μνημείου της Αττικής υπαίθρου. Για την επιστημονική (ιστορική, τοπογραφική και αρχαιολογική) ενημέρωση του ενδιαφερόμενου αναγνώστη, συνιστάται η προσφυγή στο λεπτομερειακό έργο των Gunter Schörner και Hans Goette «Die Pan Grotte von Vari» (έκδοση του Γερμανικού Ινστιτούτου Αθηνών, 2004), στις σελίδες και του πίνακες του οποίου οι δύο διακεκριμένοι συγγραφείς, με την υποδειγματική παρουσίαση και του επιγραφικού υλικού από τον Klaus Hallof, αναπτύσσουν και αναλύουν το θέμα παραθέτοντας και πλήρη σχετική βιβλιογραφία, καθώς και φωτογραφική τεκμηρίωση.
Στη σημερινή εποχή του άκρατου υλισμού και της διασπαθίσεως του δημοσίου χρήματος, που έχουν παγιωθεί στη χώρα μας, επόμενο ήταν και τα… άνθη του κακού, που αναφύονται σε κάθε τομέα του δημοσίου και ιδιωτικού μας βίου, να μην αφήνουν περιθώρια εκδηλώσεως ενδιαφέροντος για θέματα που δεν σχετίζονται με αυτά. Και όμως υπάρχουν εκκρεμότητες, που, αν αφεθούν στην κακή τους μοίρα, θα αποτελέσουν δικαιολογημένη αιτία απαξιώσεως της σημερινής γενεάς από εκείνες που θα ακολουθήσουν. Μία, λοιπόν, από τις πολλές εκκρεμότητες του συνεχώς και περισσότερο ευτελιζόμενου πολιτιστικού χώρου, που συναρτάται, μάλιστα, με την προστασία της πατρογονικής μας κληρονομίας, θα αναπτυχθεί από των στηλών αυτών του τιμητικού για τον καθηγητή Γεώργιο Στ. Κορρέ τόμου, μήπως και συγκινηθούν κάποιοι, κωφεύοντες μέχρι και σήμερα, κυβερνητικοί ή άλλοι αρμόδιοι, ώστε να έλθουν αρωγοί στην προσπάθεια για την προστασία, την περαιτέρω έρευνα και την ανάδειξη ενός σημαντικού μνημείου της Αττικής, που, δυστυχώς, εδώ και χρόνια, αντιμετωπίζει την αδιαφορία των κρατικών μανδαρίνων, που στις περικοπές των κονδυλίων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας θέλουν να επιδείξουν όλη την αυστηρότητα και περισυλλογή της οικονομικής πολιτικής.
Το μνημείο αυτό δεν είναι άλλο από το Σπήλαιο του Πανός και των Νυμφών, αλλά και του Απόλλωνος, στις νότιες υπώρειες του Υμηττού, σε απόσταση μιας ώρας πεζοπορία βόρεια από τη Βάρη, το άλλοτε ταπεινό αρβανιτοχώρι και σήμερα περιζήτητο, από την αχαλίνωτη οικοδομική δραστηριότητα, προάστιο της παμφάγου πρωτευούσης μας. Το πασίγνωστο σε παλαιότερα χρόνια, αλλά ξεχασμένο στις ημέρες μας σπήλαιο, είναι γνωστό από το 1765, όταν πρώτος το περιέγραψε ο Άγγλος περιηγητής Ρίτσαρντ Τσάντλερ, για να ακολουθήσουν ο Τζελλ, ο Ντόντγοθελλ, ο Ληκ, ο Ροςς, ο Κούρτιους και ο Κάουπερτ, καθώς και πολλοί άλλοι, ενώ μεταξύ των επισκεπτών του ήταν ο Λόρδος Βύρων 1810 και οι βασιλείς Όθων και Αμαλία το 1843.[1] Πρόκειται για ένα σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, μοναδικό στο είδος του, ένα πραγματικό αξιοθέατο, που αξίζει καλύτερης μεταχειρίσεως και αναδείξεως, καθώς βρίσκεται κυριολεκτικά δίπλα μας, στα όρια ενός ωραίου περιπάτου από την τερατώδη σύγχρονη προέκταση της Άνω Βούλας, συνεχίζοντας επί του ασφαλτοστρωμένου δρόμου μετά το νεοσύστατο νεκροταφείο της περιοχής, μέχρι τον ορεινό περίγυρο της Σχολής Ευελπίδων. Από το σημείο αυτό, απέναντι στο μνημείο δύο φονευθέντων πυροσβεστών, ένας χωματόδρομος 200 μέτρων φέρνει στην κορυφή χαμηλότερου λόφου, που άλλοτε ήταν γνωστός με την ονομασία Κρεββάτι, όπου χαίνει το στόμιο της κάθετης εισόδου στο Σπήλαιο του Νυμφολήπτου, όπως το σπήλαιο αυτό είναι περισσότερο γνωστό στις ημέρες μας, ο παλαιότερος επισκέπτης του οποίου θα αισθανθεί εύλογη μελαγχολία για τη σημερινή κατάσταση του χώρου. Πράγματι, δεν είναι υπερβολή να γραφεί, ότι χρειάζονται ικανότητες ορεινού καταδρομέα για να διασχίσει κανείς το ανώμαλο έδαφος στο εσωτερικό του σπηλαίου, με τις σκορπισμένες πέτρες, τα χώματα και τα απορρίμματα, καθώς αποτελεί καταφύγιο κυνηγών, χώρο εστιάσεως εκδρομέων, κάποτε και ναρκομανών, αλλά και εντευκτήριο άλλοτε δωδεκαθειστών και θρησκόληπτων, που, παραβιάζοντας την εκάστοτε καγκελόφραχτη περίφραξη, επιδίδονται στα ανίερα ή… θεάρεστα έργα τους, προσβάλλοντας τον χώρο και αλλοιώνοντας ή και καταστρέφοντας τα κατάλοιπα στης αρχαιότητας.
Ποιά, όμως, είναι η σημασία αυτού του σπηλαίου, ποιά η θέση του στην αρχαία λατρεία και ποιες οι περιπέτειές του στο πέρασμα των αιώνων;
Όλα άρχισαν με τον Αρχέδημο, κάποιον καταγόμενο από την Θήρα ευφάνταστο, αλλά και με αναμφισβήτητα καλλιτεχνικά προσόντα νησιώτη, που στα χρόνια πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ήρθε στην Αττική. Προφασιζόμενος ή και πράγματι πιστεύοντας ότι είναι νυμφόληπτος – νεραϊδοπαρμένος θα λέγαμε στα νεώτερα χρόνια- περιπλανήθηκε σε βουνά και σε λαγκάδια, για να συναντήσει τελικά τις αγαπημένες του νύμφες στο σπήλαιο αυτό του Υμηττού, που βρισκόταν σε προσιτό σημείο μεταξύ τριών πολυάνθρωπων και πλουσίων αρχαίων δήμων της Αττικής: Της Αιξωνής (στη σημερινή Γλυφάδα), των Αλών Αιξωνιδών (στη σημερινή Βούλα-Βουλιαγμένη, όπου και ο γνωστός ναός του Απόλλωνος στον Ζωστήρα) και του Αναγυρούντος (στις σημερινές τοποθεσίες της Βάρης και της Βάρκιζας).[2] Με ακούραστη επιμονή και πραγματικό πάθος, ασφαλώς και με την προσδοκία κέρδους και προσωπικής προβολής, ο Αρχέδημος επιδόθηκε, επί σειρά ετών, στη λατρευτική και λειτουργική διαμόρφωση του σπηλαίου, λαξεύοντας τα εσωτερικά ασβεστολιθικά τοιχώματα του, διανοίγοντας αυλάκια συγκεντρώσεως του νερού, που έσταζε από την βραχώδη οροφή, ώστε να συγκεντρώνεται σε μικρές υδατοδεξαμενές και σμιλεύοντας ανάγλυφα, αγάλματα, βωμούς και θέσεις τοποθετήσεως αφιερωμάτων για τις χθόνιες Νύμφες, τον ποιμενικό Πάνα, τον ουράνιο Απόλλωνα και τον ψυχοπομπό Ερμή, που και αυτός έχει θέση στη λατρεία των Νυμφών, σαν οδηγός του χορού τους κατά τις σεληνόφωτες νύχτες και στα σκοτεινά σπήλαια. Στο πλευρό του Αρχεδήμου αρχικά, αλλά και των υποστηρικτών και ομοϊδεατών του αργότερα, εργάστηκαν και πολλοί άλλοι, χάριν της εγκαθιδρύσεως της λατρείας του Πανός και των Νυμφών, που εμφανίζεται στην Αττική μετά τους Περσικούς Πολέμους και την αποφασιστική συμβολή του ποιμενικού θεού στη Μάχη του Μαραθώνος, σπέρνοντας τον πανικό φόβο στους Πέρσες εισβολείς και συμπαρατασσόμενος με τους Αθηναίους πολεμιστές.
Ο σημερινός επισκέπτης, φθάνοντας από τον χωματόδρομο στην ανώτερη περίμετρο του ύψους 290 μέτρων λόφου Κρεββάτι ή Καψάλα, σε ελάχιστη απόσταση από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο του νεκροταφείου της Άνω Βούλας, βρίσκεται μπροστά στο στόμιο του κάθετης εγκάρσιας διατομής σπηλαίου, που περιβάλλεται από ένα, συνεχώς παραβιαζόμενο εξωτερικό κιγκλίδωμα, που μάλλον φυλακίζει, αντί να αναδεικνύει, το σπάνιο και αξιοθέατο αυτό μνημείο. Η θαυμάσια θέα προς τα Μεσόγεια και τον Σαρωνικό δικαιολογεί το πάθος του νυμφόληπτου Αρχεδήμου για το ειδυλλιακό αυτό τοπίο, που δυστυχώς σήμερα αλλοιώνεται και καταστρέφεται από την άναρχη δόμηση στην πεδιάδα και την αποψίλωση του ορεινού εδάφους.
Ισορροπώντας, με αρκετή ομολογουμένως δυσκολία, στη λαξευμένη στην ασβεστολιθική καθοδική επιφάνεια στενή κλίμακα, βρισκόμαστε, σε βάθος 4 περίπου μέτρων, στο ανώτερο επίπεδο του σπηλαίου, που οδηγεί στον πρώτο, τον δυτικό μεγάλο θάλαμο, για την καθοδική πρόσβαση στον οποίο απαιτείται κάποιου είδους βοηθητικός φωτισμός (ηλεκτρικός φακός ή λυχνία). Στην δεξιά πλευρά της εισόδου, μια επιγραφή λαξευμένη με επιμέλεια στον βράχο μας πληροφορεί κάπως ασύντακτα ότι «Αρχέδημος ο Θηραίος, ο νυμφόληπτος, φραδαίσι (για τις γνωστικές, δηλαδή τις προλέγουσες τα μέλλοντα, όπως οι σημερινές Μοίρες) νυμφών τ’ άντρον εξηργάξατο»
(εικ. 3β),
επιγραφή που μας αποκαλύπτει ότι το άντρον λειτουργούσε και σαν μαντείο, με τους χρησμούς των σοφών Νυμφών. Κάπου εκεί πρέπει να ήταν τοποθετημένος και ένας μεγάλος ορθογώνιος λίθος, στην πλαγιά επιφάνεια σου οποίου μια επιγραφή, από άλλο χέρι, συμπληρώνει τη συμβολή του Αρχεδήμου στη διαμόρφωση του λατρευτικού χώρου. Η επιγραφή αναφέρει, ότι «Αρχέδημος ο Θηραίος κάπον [κήπον δηλαδή] νύμφαις εφύτευσεν»,
επιβεβαιώνοντας ότι ο ρέκτης νυμφόληπτος, εκτός από το εσωτερικό του σπηλαίου, είχε μεριμνήσει και για τον περιβάλλοντα χώρο, φυτεύοντας μικρό άλσος.[3]
Ας γυρίσουμε, όμως, στην είσοδο του πρώτου, σκοτεινού, υγρού και ανήλιου δυτικού θαλάμου του δισκελούς σπηλαίου, στο βάθος του οποίου υπήρχε και πηγή με αρκετό νερό, σήμερα καταχωρημένη μέσα σε χώματα και πέτρες. Εδώ, στη δεξιά, πάντοτε, πλευρά του βράχου της εισόδου, συναντούμε λαξευμένο ένα ορθογώνιο βαθύ λουτήρα, που στα μάτια των ανίδεων βοσκών των δύο περασμένων αιώνων φάνταζε σαν κρεββάτι και έδωσε το όνομα στον λόφο Κρεββάτι. Το ότι, πάντως, για λουτήρα καθαρμού πρόκειται, το προσδιορίζει η εκεί δίπλα χαραγμένη στο βράχο επιγραφή, ίσως η παλαιότερη του σπηλαίου, των μέσων του 5ου π.Χ. αιώνα και σε τροχαϊκό μέτρο, γι’ αυτό και θα μπορούσε να υποτεθεί ότι χαράχθηκε από τον ίδιο τον Αρχέδημο. Το περιεχόμενος της επιτάσσει: «Τ’ άντερα έχσο κλύζετε και τον όνθον νίζετε» δηλαδή να ξεπλένετε τα εντόσθια έξω και να τα καθαρίζετε από ακαθαρσίες, επιταγή που απέβλεπε στη διατήρηση του σπηλαίου καθαρού από τις θυσίες για τη μαντική επίκληση, εν όψει και του ιερού καθαρμού του προσκυνητή.
Οι αρχαίοι, λοιπόν, προσκυνητές, ακολουθώντας το επικλινές έδαφος του πρώτου σκοτεινού θαλάμου, που αντιπροσώπευε τον κόσμο του ψυχικού σκότους και των χθονίων δυνάμεων, περιεβάλλοντο από εντυπωσιακούς, όσο και τρομακτικούς σταλακτιτικούς και σταλαγμιτικούς σχηματισμούς, που με τον κατάλληλο περιορισμένο φωτισμό από δάδες και τοποθετημένες σε λαξευμένα μικρά κοιλώματα των βράχων θρυαλλίδες με λάδι, αλλά και με τις ψαλμωδίες του ιερατείου και των ιδίων των προσκυνητών, ασφαλώς θα συνέτειναν ώστε οι τελευταίοι αυτοί να περιήρχοντο σε έντονη συναισθηματική φόρτιση, που δεν απείχε της εκστάσεως. Κάτω από την επίδραση του θείου δέους και τους ευτελισμού της ανθρώπινης υπάρξεως, ήταν ψυχολογικά προετοιμασμένοι για τους μαντικούς χρησμούς μέσα στο χθόνιο σκότος, αλλά και για την είσοδο στον δεύτερο, τον ανατολικό και μεγαλύτερο θάλαμο του σπηλαίου, όπου και ελάμβανε χώρα η κυρίως λατρευτική μυσταγωγία (εικ. 3α).
Η είσοδος από τον σκοτεινό και αποπνικτικό θάλαμο της χθόνιας δοκιμασίας στον ευάερο και ολόφωτο, από το άνοιγμα της οροφής του σπηλαίου, δεύτερο και μεγαλύτερο θάλαμο, με τον πλούσιο γλυπτικό διάκοσμο και την αφθονία των αφιερωμάτων, εντυπωσίαζε τον αρχαίο μύστη, που αισθανόταν ψυχική και συναισθηματική ανάταση (εικ. 4 α και β).
Η εντύπωση, όπως και τότε, είναι για τον σημερινό επισκέπτη συγκλονιστική. Επίκεντρο της προσοχής γίνεται, αμέσως, το ακέφαλο άγαλμα ένθρονης θεότητας, σε λίγο μικρότερο του φυσικού μέγεθος, σμιλεμένο στον φυσικό βράχο, που αποτελούσε και το επίκεντρο της λατρείας, αφού περιβάλλεται από αλλεπάλληλα οριζόντια έδρανα για την τοποθέτηση αναθημάτων (εικ. 5).
Ο προσδιορισμός της ταυτότητας, του λατρευτικού τούτου αγάλματος αποτέλεσε, ήδη από τον 19ο αιώνα, αντικείμενο επιστημονικών διχογνωμιών και αρχαιολογικών εικασιών.[4] Η αρχαϊκή τεχνοτροπία του γλυπτού, που είχε ένθετο κεφάλι, με απόληξη βοστρύχων επί των ώμων και στου στήθους, έκανε πολλούς να υποθέσουν ότι ανάγεται στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα και επομένως προϋπήρχε της παρεμβάσεως του Αρχεδήμου στο σπήλαιο κατά τα μέσα εκείνου αιώνα. Οι υποστηρικτικές αυτής της απόψεως διακρίνουν θηλυκή υπόσταση του αγάλματος και το ταυτίζουν με τη Γαία Μητέρα ή τη Ρέα Κυβέλη, ως θεοτήτων των σπηλαίων. Κάτι τέτοιο, όμως, μάλλον αποκλείεται, αφ’ ενός γιατί δεν υπάρχει προηγούμενο ολόσωμου αγάλματος της Γαίας, ούτε και ένθρονη γλυπτική απόδοση γι’ αυτήν και αφ’ ετέρου γιατί η Κυβέλη προϋποθέτει στην απεικόνιση της και άλλα μυθολογικά στοιχεία, όπως το παρακαθήμενο λιοντάρι, ενώ και για τις δύο απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στον πλούσιο επιγραφικό κύκλο του σπηλαίου και των αναθημάτων.
Αντιθέτως, ο τρόπος της σμιλεύσεως και η αρχαΐζουσα δωρική τεχνοτροπία βρίσκονται εγγύτερα στα δεδομένα της Κυκλαδικής γλυπτικής, βεβαίως, ήταν γνώστης ο νυμφόληπτος Θηραίος τεχνίτης. Μια τέτοια υπόθεση μας οδηγεί να πιθανολογούμε, ότι πρόκειται για απεικόνιση ανδρικής θεότητας και μάλιστα του χρυσοκομόοντος Απόλλωνος, χορηγού του ηλιακού φωτός και της καθαρής ανθρώπινης σκέψεως, φύλακα της ηθικής τάξεως που εξ ίσου καθαρίζει σωματικά και ηθικά μιάσματα. Ας σημειωθεί, ότι στο τμήμα αρχαϊκής γλυπτικής του Αρχαιολογικού Μουσείου της Σπάρτης εκτίθεται ακέφαλο άγαλμα ένθρονης ανδρικής θεότητας (αριθ. 576), πιθανώς του Απόλλωνος, προερχόμενο από τον Άγιο Δημήτριο (Μαγούλα) της Σπάρτης και χρονολογούμενο στον 6ο π.Χ. αιώνα. Το γλυπτό αυτό παρουσιάζει εντυπωσιακή στυλιστική ομοιότητα με το, λίγο νεώτερο αντίστοιχο λατρευτικό άγαλμα του σπηλαίου της Βάρης (εικ. 6β).
Στην υπόθεση ότι περί ένθρονου Απόλλωνος πρόκειται συνηγορεί και το γεγονός, ότι ο δωρικός αυτός Θεός είναι η κορυφαία λατρευόμενη θεότητα στις ηλιόλουστες Κυκλάδες και μάλιστα στη Θήρα, προστάτης της γεωργικής και κτηνοτροφικής ζωής με τα ποιμενικά προσωνύμια Κάρνειος και Νόμιος, με τα οποία λατρευόταν και από τους βοσκούς της Αττικής, ενώ ο χαρακτηρισμός του και ως «νυμφαγέτη» μαρτυρεί τη συμμετοχή των Νυμφών στη λατρεία του. Επομένως, ο Αρχέδημος, και ως εκ της καταγωγής του από το με πλούσια αρχαϊκή γλυπτική παράδοση νησί της Θήρας, και εξ αιτίας του πάθους του για τις Νύμφες, βρίσκεται πολύ κοντά στην Απολλώνεια λατρεία, την οποία και αναδεικνύει σε κορυφαίο στοιχείο του σπηλαίου. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι δίπλα στο άγαλμα της ένθρονης αυτής θεότητας διεσώζετο, μέχρι και τα πρώτα μετά τον τελευταίο πόλεμο χρόνια, ένα ακόμη κατάλοιπο του γλυπτικού διάκοσμου του σπηλαίου, που δεν ήταν άλλο από έναν ομφαλό, το ιερό σύμβολο του Απόλλωνος Πυθίου, που συμβολίζει τον θρίαμβο του φωτοδότη θεού επί των παλαιών δυνάμεων του σκότους, τον ερχομό της ανοίξεως μετά τον χειμώνα (εικ. 6α). Πράγματι, με τον ομφαλό αποδίδεται, στην αρχαία τέχνη, ο τάφος του δράκοντα όφεως Πύθωνα, γιου της Γαίας, που βρήκε τον θάνατο από τον τοξότη Απόλλωνα, μάλιστα παρόμοια απεικόνιση ομφαλού υπήρχε και στο άδυτο του Δελφικού Ιερού. Σήμερα, ο ομφαλός του σπηλαίου της Βάρης δεν υπάρχει, θύμα και αυτός της καταστροφικής μανίας κάποιων βανδάλων, πάντως η καταγεγραμμένη ύπαρξη του αποτελεί πειστήριο της λατρείας του Απόλλωνος
(εικ. 8β).
Άλλωστε και ο τραγοπόδαρος Πάνας και οι Χάριτες, που αναφέρονται σε άλλες αναθηματικές επιγραφές του σπηλαίου, συμμετέχουν στον λατρευτικό κύκλο του Απόλλωνος και των Νυμφών σε διάφορα αρχαία ιερά.[5]
Την άποψη για τη λατρεία του Απόλλωνος έρχεται να ενισχύσει και το δεύτερο σημαντικό στοιχείο στη λατρευτική διακόσμηση του σπηλαίου. Πρόκειται για τη, λίγο μεγαλύτερη του φυσικού, ανάγλυφη απεικόνιση του Αρχεδήμου, λαξευμένη από τον ίδιο επάνω στην επιφάνεια του ενδιάμεσου βραχώδους σχηματισμού, που όπως είδαμε χωρίζει το σπήλαιο σε δύο μεγάλους θαλάμους. Φορώντας βραχύ χιτώνα, δεμένο σε πτυχές στη μέση σαν φουστανέλα (εύζωνος, από το επίρρημα ευ και το ρήμα ζώνυμι), όπως συνήθιζαν οι αρχαίοι σε ώρες γεωργικής ή άλλης χειρωνακτικής απασχολήσεως, ο νυμφόληπτος και εγωπαθής ιδρυτής της λατρείας στο σπήλαιο της Βάρης, κρατάει με το δεξιό χέρι τη σφύρα και με το αριστερό τον τεκτονικό γνώμονα (τη γνωστή τριγωνική σμίλη) των γλυπτών, εργαλεία που εχρησιπομοίησε για τη διαμόρφωση και τον γλυπτικό διάκοσμο του λατρευτικού (εικ. 7). Αν και η κίνηση του είναι προς τα δεξιά, όπως μαρτυρεί η κατεύθυνση των ποδιών και του σώματος, ο Αρχέδημος στρέφει με σεβασμό το κεφάλι προς τα αριστερά, ατενίζοντας την σε υπερυψωμένο επίπεδο ένθρονη θεότητα, χάριν της οποίας και έχει λαξεύσει δίπλα του ένα βωμό. Από παλαιότερα σχεδιαγράμματα περιηγητών και ερευνητών του 19ου αιώνα, γνωρίζουμε ότι του βωμού υπέρκειτο διπλή αφιερωματική επιγραφή, που όλοι τη διάβαζαν «ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ-ΕΡΣΟ», πράγμα που προκαλούσε εύλογη απορία ως προς την έννοια του δευτέρου σκέλους της επιγραφής.[6]
Δυστυχώς, η επιγραφή αυτή απαλείφτηκε σε μεταγενέστερα χρόνια και λείπει ολόκληρη σήμερα (εικ. 8α).
Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία, ότι ο βωμός είχε αφιερωθεί πρωτίστως στον Απόλλωνα, ενώ το ΕΡΣΟ μάλλον είναι η αρχαϊκή εκφορά της γενικής του Ερμού (ΕΡΜΟ), που για λόγους ελλείψεως χώρου το κεφάλαιο Μ λαξεύτηκε πλαγίως, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται σαν Σ. Δηλαδή, ο βωμός ήταν αφιερωμένος, από τον ίδιο τον Αρχέδημο, στον κορυφαίο της λατρείας θεό Απόλλωνα και στον οδηγό των χθονίων Νυμφών θεό Ερμή, που αμφότεροι μετέχουν στο δωδεκάθεο του Ολύμπου. Το ανάγλυφο αυτό εντυπωσιάζει με την δύναμη της απλοϊκής αποδόσεως και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα από τα πρώτα δείγματα της λαϊκής μας καλλιτεχνικής παραδόσεως, με τον Αρχέδημο να αποτελεί προπομπό, εδώ και 2500 χρόνια, του κινήματος των λεγόμενων «ναïφ» καλλιτεχνών, που τόσο είναι του συρμού στις ημέρες μας. Η λεπτομέρεια της αναγραφής του ονόματος του Αρχεδήμου δύο φορές σε ονομαστική πτώση, στο κενό μεταξύ της κεφαλής της «αυτοπροσωπογραφίας» του και του λαξευτού βωμού, ίσως υποδηλώνει τη διπλή ταυτοπροσωπία και του απεικονιζόμενου με τον καλλιτέχνη δημιουργό.
Ας έρθουμε, όμως, στην εποχή λειτουργίας του σπηλαίου ως τόπου λατρείας του νυμφαγέτη Απόλλωνος, των χθονίων Νυμφών και του οδηγού τους στους χορούς Ερμή, πατέρα του ποιμενικού Πάνα, στους γεννήτορες του οποίου καταγράφεται από τον Πίνδαρο και ο Απόλλων. Όπως προαναφέρθηκε, για τον χρονικό προσδιορισμό της λατρείας αυτής θα πρέπει να ανατρέξουμε μετά τους Περσικούς Πολέμους και λίγο πριν τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Μια πρόσθετη περί της χρονολογήσεως αυτής μαρτυρίας περιλαμβάνεται και στον «Πλάτωνος Βίο» του Ολυμπιόδωρου, όπου αναφέρεται ότι όταν γεννήθηκε ο μεγάλος εκείνος φιλόσοφος, και διανοητής, δηλαδή το 428 π.Χ., οι γονείς του Αρίστων και Περικτιόνη τον έφεραν στον Υμηττό, για να ζητήσουν, με θυσία, από τον Πάνα, τις Νύμφες και τον ποιμενικό Απόλλωνα νόμο, που είχαν εκεί τόπο αφιερωμένο στη λατρεία τους, προφανώς το σπήλαιο, τη μαντική πρόβλεψη και την προστασία τους για το νεογέννητο. Όπως, δηλαδή, γίνεται μέχρι σήμερα στα χωριά μας, με τις Μοίρες και τους λατρευόμενους αγίους στα τοπικά μοναστήρια. Όταν, όμως, η Περικτιόνη άφησε το βρέφος κατάχαμα, μέλισσες ήρθαν και κάθισαν στο στόμα του, όπου απέθεσαν κηρίθρες με μέλι, γεγονός που θεωρήθηκε σαν θεϊκό προμήνυμα του μελίρρυτου λόγου του Πλάτωνος. Το σχετικό χωρίο του νεοπλατωνικού Ολυμπιόδωρου, αν και έχει γραφεί πολύ αργότερα, στις αρχές του 6ου μ.Χ. αιώνα, όχι μόνο επιβεβαιώνει την παλαιότερη (5ος – 4ος αι. π.Χ.) χρονική περίοδο ακμής της λατρείας στο σπήλαιο του Υμηττού, αλλά και συμπεριλαμβάνει τον Απόλλωνα στις εκεί λατρευόμενες θεότητες.[7]
Κατά τη δεκαετία του 1930, η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών επραγματοποίησε ανασκαφική έρευνα στα ερείπια οικοδομήματος στα κράσπεδα του λόφου του σπηλαίου, όπου κατέληγε και το παλαιό μονοπάτι από το χωριό της Βάρης, την ευρύτερη περιοχή του οποίου κατείχε, κατά την αρχαιότητα, ο Αττικός δήμος του Αναγυρούντος. Η ανασκαφή έφερε στο φως ένα σημαντικό κτιριακό συγκρότημα, με διώροφο μικρό κτίσμα στο ένα άκρο, καλά σχεδιασμένη αυλή και συνεχόμενα δωμάτια στην ανατολική πλευρά της.[8] Οι Άγγλοι ανασκαφείς θεώρησαν ότι πρόκειται για μεγάλη αγροικία 4ου π.Χ. αιώνα, με έντονη μελισσοκομικής δραστηριότητα, όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμες κυψέλες που βρέθηκαν στο χώρο. Αντιθέτως, ο αείμνηστος Ιωάννης Μπίρης από την πρώτη στιγμή υπεστήριξε, ότι πρόκειται για τον ιερατικό οίκο του λατρευτικού σπηλαίου, όπου διανυκτέρευαν οι προσκυνητές, όπως συνέβαινε σε πολλούς απομακρυσμένους χώρους λατρείας της Αττικής (εικ. 9).
Η άποψη του Μπίρη είναι η ορθή, δεδομένου ότι η όψιμη, κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, ανέγερση του κτιριακού τούτου συγκροτήματος δεν αποκλείει την ύπαρξη και προγενέστερου μικρότερου. Όσο για την παρουσία κυψελών, αυτή πρέπει να συνδέεται με κάποιες προκαταρκτικές τελετουργίες, όπως γνωρίζουμε και από τη Διονυσιακή λατρεία. Πράγματι, οι μέλισσες στον μυθολογικό κύκλο ταυτίζονται με τις νύμφες, περιπλανώμενες και αυτές, όπως εκείνες, στα δάση και στους ανθόσπαρτους αγρούς. Επομένως, περί πανδοχείου επρόκειτο, του οποίου η καταστροφή πιθανολογείται κατά τον Χρεμωνίδειο Πόλεμο του 267-261 π.Χ., όταν όλες οι μέχρι σήμερα ανασκαφικές ενδείξεις κατατείνουν στο ότι διακόπτεται απότομα και η λατρεία στο σπήλαιο. Πιο συγκεκριμένα, μετά την καθιέρωση του σπηλαίου ως τόπου λατρείας κατά τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, η ακμή του, τοποθετείται κατά τον 4ο, στον οποίο ανήκουν και τα πλουσιότερα αναθήματα, για να περιπέσει σε αφάνεια κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα, πιθανώς όταν οι Μακεδόνες του Αντιγόνου και οι Αιγύπτιοι του Πτολεμαίου Β’, με τους συμμάχους τους επαναστάτες Αθηναίους, συνήπταν σκληρές μάχες στην ύπαιθρο της Αττικής, με αποτέλεσμα να καταστραφούν και να βεβηλωθούν πολλοί λατρευτικοί χώροι, των οποίων και διακόπτεται, έκτοτε, η λειτουργία. Για το σπήλαιο της Βάρης, η διακοπή αυτή θα παραταθεί επί 500 και πλέον χρόνια, ενώ και η επανέναρξη της λειτουργίας του ως λατρευτικού χώρου, κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα, έχει άλλα κίνητρα και αίτια, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια αυτού του άρθρου.
Όταν, το 1902, η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή, με τους καθηγητές Βέλλερ και Τάλλον, επραγματοποίησε εκτεταμένη ανασκαφή του σπηλαίου, τα κινητά ευρήματα, γλυπτά και πήλινα, επιβεβαίωσαν τη μαρτυρία των περιγραφών και λοιπών τέχνεργων, ότι η λατρεία στο Σπήλαιο το Νυμφολήπτου αρχίζει κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα, φθάνει στην ακμή της κατά τον 4ο και διακόπτεται απότομα στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα.[9] Τα χρονολογούμενα στον 4ο π.Χ. αιώνα καλλιτεχνικά μαρμάρινα σπηλαιόμορφα ανάγλυφα, με απεικονίσεις χορού των Νυμφών, του Ερμή και του Πανός, μερικά από τα οποία κοσμούν σήμερα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,[10] ήρθαν στο φως πολυάριθμα θραύσματα, από παλαιότερη, πιθανότατα κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, καταστροφή του λατρευτικού χώρου και είχαν, τα περισσότερα, απορριφθεί στον πρώτο θάλαμο του σπηλαίου, όπου και χρησιμοποιήθηκαν σε νεώτερη επιχωμάτωση, αφού κρίθηκαν άχρηστα από τους αρχαιοκάπηλους λαθρανασκαφείς του δευτέρου θαλάμου, κατά τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα (εικ. 10). Κομμάτια από αγάλματα και μεγαλύτερα ανάγλυφα δεν βρέθηκαν στον κυρίως λατρευτικό δεύτερο θάλαμο, γι’ αυτό και θα πρέπει κάποτε, να γίνει έρευνα στα εκθέματα και στις αποθήκες ξένων μουσείων, κυρίως του Λούβρου, όπου κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, ο διαβόητος Γάλλος διπλωμάτης Φωβέλ, που είχε κατ’ επανάληψη επισκεφθεί το σπήλαιο της Βάρης, διέθετε την πλούσια αρχαιοκαπηλική λεία του από την Αττική. Επίσης και τα κεραμικά ευρήματα, κυρίως πήλινα ειδώλια (εικ. 11) και όστρακα αρίστης τεχνοτροπίας (εικ. 12) από μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία – μεταξύ των οποίων ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μικρού μεγέθους λουτροφόροι, που ήταν αφιερώματα νεόνυμφων γυναικών για την ευόδωση του γάμου τους – ανήκουν όλα σε αυτή τη χρονική περίοδο των δύο αιώνων της λειτουργίας του σπηλαίου, δηλαδή από τα μέσα του 5ου μέχρι και τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα.[11] Ακολουθεί το ανεξήγητο κενό των πέντε αιώνων, από την Ελληνιστική μέχρι και την Ρωμαϊκή περίοδο, για να έρθουμε στα ύστερα Ρωμαϊκά χρόνια, οπότε σημειώνεται η εξ ίσου εντυπωσιακή αναβίωση κάποιας παρεμφερούς λατρείας, που δεν διαρκούσε, όμως, επί μακρό διάστημα, για να καλύψει στη συνέχεια το σπήλαιο του Υμηττού ο σκοτεινός πέπλος της λησμοσύνης, ο ίδιος που δυστυχώς το καλύπτει και σήμερα.
Ας εξετάσουμε λοιπόν τα αίτια και τη σημασία της αναβιώσεως της λατρείας στο σπήλαιο του ενδιαφέροντος μας, κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα.
Από επιστολή του Συνεσίου, επισκόπου Πενταπόλεως, της Κυρηναϊκής, μιας των επιφανέστερων πνευματικών προσωπικοτήτων του τέλους του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα μ.Χ., πληροφορούμεθα ότι δρόμος από τον δήμο Αναγυρούντος εχρησιμοποιείτο από τους νεοπλατωνικούς της ευρύτερης περιφέρειας για να επισκέπτονται ένα σπήλαιο επί του Υμηττού, που αποτελούσε λατρευτικό χώρο των συγκεντρώσεων τους.[12] Η μαρτυρία αυτή, που αφορά, βεβαίως, στο σπήλαιο της Βάρης, είναι αξιόπιστη, δεδομένου ότι ο Συνέσιος ήταν αρχικά εθνικός, δηλαδή ειδωλολάτρης και είχε μαθητεύσει, στην Αλεξάνδρεια, κοντά στην περίφημη και ατυχέστατη νεοπλατωνική φιλόσοφο Υπατία, ενώ παρέμεινε επί κάποιο διάστημα και στην Αθήνα, όπου εφοίτησε στην άλλοτε περίφημη νεοπλατωνική σχολή της πόλεως, για την οποία όμως εκφράζει την απογοήτευση του για την κατάπτωση της στις ημέρες του. Επομένως, εγνώριζε τους τόπους λατρείας και τα εντευκτήρια των νεοπλατωνικών μυστών στην Αττική κατά την τελευταία προσπάθεια παλινορθώσεως της παλαιάς θρησκείας τον 4ο μ.Χ. αιώνα και μάλιστα επί αυτοκράτορος Ιουλιανού, ανεψιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του από τους χριστιανούς αποκληθέντος Παραβάτου, που επίσης είχε φοιτήσει στην πλατωνική σχολή της Αθήνας, λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα και τρία χρόνια πριν αναγορευθεί αυτοκράτωρ (361 μ.Χ.), την ίδια περίοδο που φοιτούσαν εκεί δύο κορυφαίου πατέρες της Εκκλησίας, ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός.[13]
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το σπήλαιο της Βάρης, αφού επί 500 και πλέον χρόνια παρέμεινε στην αφάνεια, κατά τα μέσα του 4ου μ.Χ. αιώνα επανέρχεται στο προσκήνιο, εξ αιτίας του ενδιαφέροντος, γι’ αυτό, των νεοπλατωνικών της Αττικής Σχολής, που συνδύαζαν τα διδάγματα του Πλάτωνος με Ανατολικά δόγματα και μάλιστα Χαλδαϊκά «λόγια» (χρησμούς). Η παλαιότερη λατρεία του Απόλλωνος στο σπήλαιο αυτό ήταν σημαντικό κίνητρο για τους νεοπλατωνικούς, στην θρησκειολογική φιλοσοφία των οποίων ο φωτοδότης και προστάτης της ηθικής τάξεως θεός –ο αγνός Φοίβος, ο τελειότατος θεός όπως των χαρακτηρίζουν οι ποιητές- ταυτίζεται με το Υπερούσιο, το ανώτατο, πάνσοφο και πάναγνο Εν, από το οποίο έχει εκπέσει η ανθρώπινη ύπαρξη και μέσω της ακτινοβολίας του οποίου αγωνίζεται και πάλι να ενωθεί με αυτό, αφιερούμενη στην εσώτερη κάθαρση και τον ενάρετο βίο. Θα πρέπει να προστεθεί, ότι οι κορυφαίοι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Πρόκλος κατά τον 5ο μ.Χ. αιώνα και ο Πλωτίνος δύο αιώνες ενωρίτερα, προβάλλουν ένα λεκτικό σολοικισμό για να θεμελιώσουν την προς τον Απόλλωνα προσήλωση τους. Επικαλούνται, δηλαδή το αρχικό Α του ονόματος του αρχαίου θεού ως στερητικό του επιθετικού προσδιορισμού «πολλών», ώστε να προκύπτει το επιζητούμενο: όχι πολλοί (θεοί), επομένως η υπερούσια μία και μοναδική θεότητα του νεοπλατωνικού δογματισμού, το υπέρτατο ΕΝ.
Δεν θα επεκταθώ στα νεοπλατωνικά φιλοσοφικά δόγματα, που απλώς αναφέρθηκαν για να γίνει κατανοητή η σχέση της μεταγενέστερης Νεοπλατωνικής φιλοσοφικής προσεγγίσεως με το Απολλώνειο λατρευτικό υπόβαθρο. Είναι εύκολο δε, να φαντασθεί κανείς πόσο θα υπέβαλε τους νεοπλατωνικούς μύστες η παρουσία στον σπηλαιώδη χώρο του ένθρονου αγάλματος του Απόλλωνος, κάτω από την ακτινοβολία εκατοντάδων αναμένων λύχνων, ώστε να ταυτίζεται στη σκέψη τους με το υπεράγιο και υπερούσιο «Εν». Δεκάδες τέτοια πήλινα λυχνάρια, πολλά από τα οποία ακέραια, ήρθαν στο φως με την ανασκαφή του σπηλαίου, το 1902, από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή και είναι χαρακτηριστικό, ότι αν και χρονολογούνται στον4ο μ.Χ. αιώνα (εικ. 13), αρκετά είναι επιλεγμένα από τους αναθέτες να έχουν αποτυπωμένες ειδωλολατρικές παραστάσεις (Πάνα, Απόλλωνα, Αθηνά, Άρτεμη κ.ά.), αφού περί εθνικών επρόκειτο.[14] Αυτή, άλλωστε είναι και η τελευταία εκδήλωση λατρείας στον κύκλο της παλαιάς θρησκείας, όπως είχε διαπιστωθεί και σε άλλα σπήλαια της Αττικής, καθώς και σε κάποια ακραία ορεινά σημεία, όχι βεβαίως μόνο από φιλοσοφούντες νεοπλατωνικούς, αλλά και από βοσκούς και αγρότες, που εξακολουθούσαν να έχουν εστραμμένη την πίστη τους στον Απόλλωνα και στον Πάνα.
Όμως η αναλαμπή αυτή στην ιστορική πορεία του σπηλαίου της Βάρης δεν κράτησε επί πολύ. Προς τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα, η σκληρή μέχρις ακροτήτων πολιτική του Θεοδοσίου Α’ εναντίον της παλαιάς θρησκείας οδήγησε στον σταδιακό αφανισμό των χώρων και θεσμών κάθε άλλης λατρείας και την επιβολή της χριστιανικής θρησκείας, συχνά με βίαια μέσα και καταστροφές. Κατά την ανασκαφική έρευνα του σπηλαίου της Βάρης ήρθαν στο φως και δεκάδες χάλκινα νομίσματα της υστερορωμαϊκής περιόδου, σε αντίθεση με την παντελή έλλειψη νομισμάτων παλαιότερων εποχών, γεγονός που πιστοποιεί την προηγούμενη, κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, εγκατάλειψη και όχι καταστροφή του σπηλαίου.[15] Το πιθανότερο είναι, ότι οι μικρές αυτές χάλκινες υποδιαιρέσεις ανήκαν σε απόκρυψη του ταμείου του ταμείου του σπηλαίου κατά τους Υστερορωμαϊκούς χρόνους, που είχε σχηματιστεί με την οικονομική εισφορά των επισκεπτών του, νεοπλατωνικών και άλλων (εικ. 14). Περί αυτού πείθει η μικρή αξία των νομισμάτων, τα οποία, όμως, ως σύνολο, μας δίνουν την επιβεβαίωση των δύο κύριων φάσεων στη δεύτερη αυτή λατρευτική χρήση του σπηλαίου: τη σύντομη περίοδο ακμής με την αναβίωση της ειδωλολατρικής λατρείας και την χρονολόγηση της οριστικής καταστροφής από τους χριστιανούς. Πιο συγκεκριμένα, τα περισσότερα από τα νομίσματα αυτά ανήκουν στη βασιλεία του Κωνσταντίνου Β’, του Βαλεντιανού, του Γρατιανού και του Ιουλιανού, δηλαδή καλύπτουν τη νομισματική κυκλοφορία κατά το δεύτερο ήμισυ του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν στα χρόνια του Ιουλιανού σημειώνεται η προσπάθεια παλινορθώσεως της παλαιάς θρησκείας και η διάδοση της νεοπλατωνικής θρησκειολογικής αντιλήψεως. Η καταστροφή επέρχεται στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, λίγο μετά το τέλος της βασιλείας του Θεοδοσίου Α’, στον οποίο οφείλεται η με βίαια πειθαναγκαστικά μέσα επιβολή του χριστιανισμού στην Αυτοκρατορία. Συνάγεται, λοιπόν, ότι στα πρώτα χρόνια της βασιλείς των δύο υιών του, του Αρκαδίου στο νεοσύστατο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος και του Ονωρίου στο Δυτικό (τα νομίσματα των οποίων είναι τα τελευταία στη χρονολογική σειρά της, ενώπιον του κινδύνου, αποκρύψεως του νομισματικού αυτού συνόλου),[16] το σπήλαιο υφίσταται την επιδρομή οπαδών της νέας θρησκείας, οι οποίοι το καταστρέφουν και θρυμματίζουν τα κινητά αντικείμενα λατρείας. Πιθανότατα τότε αποσπάται και το κεφάλι από το ένθρονο άγαλμα του Απόλλωνος, ενώ σημεία του σταυρού χαράσσονται στο στήθος του αγάλματος, στο ανάγλυφο του Αρχεδήμου και στο υψηλότερο σημείου του δευτέρου θαλάμου, δείγμα του ότι έγινε κάποια προσπάθεια παραδόσεως του σπηλαίου στη νέα θρησκεία. Σε αυτό συνηγορεί και η ανεύρεση, κατά την ανασκαφική έρευνα, μερικών λυχναριών με χριστιανικά σύμβολα, αλλά η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε, πιθανότατα εξ αιτίας της δεισιδαιμονίας του αγροτικού πληθυσμού της περιοχής και το σπήλαιο εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Για τα επόμενα 1300 χρόνια δεν έχουμε καμία αναφορά σχετική με το σπήλαιο της Βάρης, που θα ήταν πια γνωστό μόνο στους βοσκούς του Υμηττού. Και μόνο στα μέσα του 18ου αιώνα αρχίζει να γίνεται ευρύτερα γνωστό από τις περιγραφές και τις απεικονίσεις ξένων περιηγητών, όπως ο Τσάντλερ, ο Τζελλ και ο Ντόντγουελλ (εικ. 15), τα σχεδιαγράμματα παλαιών ευρενητών και αρχαιολόγων, όπως ο Ροςς, ο Λόλλινγκ και ο Κούρτιους, αλλά και από τα ευρήματα θησαυροθηρών και λαθρανασκαφέων, αρχής γενομένης από τον πολυσυζητημένο Φωβέλ και τον φίλο του αρχιτέκτονα Φουσερό. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα, το σπήλαιο της Βάρης αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από κορυφαίους αρχαιολόγους και ερευνητές, ξένους και Έλληνες.[17] Εάν, όμως, η επιστημονική κοινότητα έχει καταχωρήσει το Σπήλαιο της Βάρης σας ένα από τους κυριότερους σωζόμενους χώρους λατρείας της αρχαίας Αττικής, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το ανεκδιήγητο Κράτος μας, που εδώ και πολλά χρόνια κωφεύει στις εκκλήσεις αρχαιολόγων, σπηλαιολόγων, και φυσιολατρών, με αποτέλεσμα ο σημερινός επισκέπτης να φρίττει για την κατάσταση του σπηλαίου. Ας αποτελέσει, λοιπόν, και το άρθρο αυτό, συνεισφορά στην προσπάθεια προστασίας, αλλά και περαιτέρω αρχαιολογικής έρευνας και αναδείξεως αυτού του σπηλαίου του Υμηττού, που μπορεί να αποβεί ένα από τα σημαντικά αξιοθέατα του τόπου μας.
ΑΔΩΝΙΣ Κ. ΚΥΡΟΥ
[1] G. Schörner-H. Rupprecht Goette, Die Pan Grotte von Vari, DAI 2004, σελ.2-14
[2] Α.Α. Παπαγιαννόπουλος-Παλαιός, Αιξωνή, 1950, σελ 77-82. Χ. Δεληγιώργη- Αλεξοπούλου, Η Σπηλιά Νυμφολήπτου Βάρης Αττικής. Δελτίο Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας 18α (1980), σελ 159-173. Ι. Ανδρέου, Ο Δήμος των Αιξωνιδών Αλών, 1992, σελ 191-209. Ελένη Γιαννοπούλου-Κονσολάκη, Γλυφάδα, 1990. Α. Μαζαράκης Αινιάν, Settlements at Lathuresa, Klados, 1995, σελ. 143 επ.
[3] M.E. Dunham, The Inscriptions, AJA 7, 1903, σελ. 289 επ. Klaus Hallof, DAI (Die Pan Grotte), 2004, σελ. 42-59.
[4] G. Schörner-H. Rupprecht Goette, Die Pan Grotte von Vari, DAI 2004, σελ.26-27.
[5] P. Amandry, Le culte des Nymphes et de Pan, 9 Suppl. BCH, 1985
[6] E. Curtius – J.A. Kaupert, Karten von Attica, 1881 – 1900.
[7] Alice Swift-Riginos, Platonica (vol. III), 1976, σελ. 16 επ.
[8] J. Jones – A. Graham – L. Sachett, An Attic country house, BSA 68, 1973, σελ. 355 επ.
[9] Ch. Weller, Description, AJA 7, 1903, σελ. 263 επ.
[10] I.C. Thallon, The Marble Reliefs, AJA 7, 1903, σελ. 301 επ.
[11] I.S. King, Terracota Statuettes etc., AJA 7, 1903, σελ. 320 επ.
[12] H. Lauter, Attische Landgemeinden 153, 1991.
[13] H.D. Saffrey – L.G. Westerink, Proclus 1968, σελ 39.
[14] S.E< Basset, The Terracota Lamps, AJA 7, 1903, σελ. 338 επ.
[15] A. Baldwin, The Coins, AJA 7, 1903, σελ. 335, επ. Χ. Δεληγιώργη-Αλεξοπούλου, Τα νομίσματα της Σπηλιάς του Νυμφολήπτου, ΕΣΕ 1983, σελ. 154-160.
[16] Philip Grierson – Melinda Mays, Late Roman Coins, Dumbarton Oaks, 1992.
[17] G. Schörner –H. Rupprecht Goette, Die Pan Grotte von Vari, DAI 2004, σελ 19-28.