Πρόκειται μια πολύ σημαντική τοποθεσία για την ιστορία του Κορωπίου και βρίσκεται δυτικά της πόλης, γύρω από τις εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Ιωάννου, στην ευρύτερη περιοχή της Μπουρμουτσάνας. Στην περιοχή είχε αναπτυχθεί το ομώνυμο χωριό που όπως αναφέρει ο Σεραφείμ Κόλλιας, σε εισήγηση του (1) στην Η’ Επιστημονική Συνάντηση ΝΑ Αττικής Κερατέα 2001, το χωριό περιλαμβάνεται στις περιγραφές των Ζιρώ (J. Giraud) και Σπον (C. Spon) από τις περιηγήσεις τους στην περιοχή την περίοδο 1674 -1675.
Ήταν χωριό με σημαντικό πληθυσμό και μέγεθος. Στον χάρτη του Κάουπερτ (Kaupert) της περιοχής και γύρω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, που ήταν μεγάλου μεγέθους αλλά και η κεντρική του οικισμού, υπάρχουν σημειωμένα ερείπια σαράντα περίπου οικιών. Ο αριθμός αυτός των οικιών υποδηλώνει ότι ο πληθυσμός ήταν σημαντικός και επομένως το μέγεθος του χωριού μεγάλο. Οι σαράντα νύφες της παράδοσης που χόρευαν στην πλατεία και ακούγονταν στον Κουρσαλά συνηγορεί στην άποψη αυτή.
Ο αρβανίτικος αυτός οικισμός είχε αναπτυχθεί δίπλα σε βυζαντινό που ήταν συνέχεια του αρχαίου δήμου του Σφηττού. Οι νεοφερμένοι είχαν διαλέξει να εγκατασταθούν σε άγονο μέρος δίπλα στην εύφορη γη του βυζαντινού χωριού που ακόμη έβριθε από ζωή. Στην περιοχή δεσπόζει ο λόφος του Κάστρου του Χριστού που διαχρονικά από την αρχαιότητα αποτελούσε την Ακρόπολη της πόλης και που φύλαγε τη διάβαση προς την Αθήνα μέσω του Υμηττού.
Το χωριό είχε άδοξο τέλος. Στην εποχή του Έκτου Ενετοτουρκικού πολέμου οι κάτοικοί του λαφυραγώγησαν ένα καράβι που είχε εξοκείλει στον όρμο της Λουμπάρδας. Όμως το πλήρωμα είχε πεθάνει από πανώλη, οι εισβολείς μολύνθηκαν και η αρρώστια έφθασε στο χωριό. Η σφοδρότητα της ήταν, όπως λένε, τέτοια ώστε κάποιοι πέθαναν ενώ μετέφεραν τη λεία τους στο χωριό. Όσοι επέζησαν μετακινήθηκαν κυρίως στον Κουρσαλά και κάποιοι ελάχιστοι στον Μαραθώνα. Τα ερείπια εξαφανίστηκαν αφού οι κάτοικοι της περιοχής τα χρησιμοποίησαν ως οικοδομικό υλικό, για το χτίσιμο νέων σπιτιών.
Μια κάπως διαφορετική άποψη για το τέλος του χωριού Φιλίατι διατυπώνει (2) ο Θεμιστοκλής Πολυκράτης, ο οποίος γράφει:
Περί των κατοίκων δε τούτου λέγεται υπό των χωρικών ότι οι άνδρες ήσαν υπερφίαλοι, αλαζόνες, ότι έκλεπτον τους πέριξ και ότι ποτέ, εκπεσόντος πλοίου παρά το Πορτορράφτι, μικρόν λιμένα, τέσσαρας ώρας του χωρίου απέχοντα, επιπεσόντες εφόνευσαν τους ναύτας και διήρπασαν πάν ό, τι εύρον. Ο δε Θεός, τιμωρών αυτούς, παρώθησε να φάγωσιν ιχθύς τεταριχευμένους, ων πλήρες ην το φορτίον, και επειδή ήσαν μεμολυσμένοι εκ κακής τινός ασθένειας, προσεβλήθησαν υπό της νόσου και απέθανον πάντες πλην μιας γραίας, σωθείσης και διαφυγούσης εις Κωνσταντινούπολιν.
Ο Γιάννης Πρόφης τεκμηριώνει (3) την μετακίνηση, προς τον Κουρσαλά (Κορωπί), όσων κατοίκων του χωριού επέζησαν της συμφοράς, με μια ενδιαφέρουσα πληροφορία για την ονομασία του ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου.
…οι διασωθέντες εγκατέλειψαν το χωριό και ήρθαν και κατοίκησαν κοντά στον Κουρσαλά, μετά από υπόδειξη της Παναγίας. Για το λόγο αυτό ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου του Κουρσαλά (Κορωπίου) ονομάστηκε και Φανερωμένη, ονομασία που σήμερα είναι μάλλον ξεχασμένη
Τόσο κακή ανάμνηση άφησε το χωριό ώστε οι κάτοικοι του Κουρσαλά δεν ήθελαν καν να αναφέρουν το όνομά του και το αποκαλούσαν Παλιό Χωριό ή Καντούντι ι Μαθ (Μεγάλο χωριό).
(1) Σεραφείμ Κόλλιας, Τοπογράφος Μηχανικός. «Οικισμοί περιοχής Κορωπίου κατά την Τουρκοκρατία», Η’ Επιστημονική Συνάντηση ΝΑ Αττικής Κερατέα 2001.
(2) Θεμιστοκλής Πολυκράτης, Αι Εν Κορωπίω Αρχαιότητες και η Ονομασία του χωριού.
(3) Γιάννης Πρόφης, λαογράφος – συγγραφέας, «Τοποθεσίες και Τοπωνύμια Κορωπίου – Το κτηματολόγιο του 1793». Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κρωπίας. Κορωπί 2010.